Διαβάζοντας στο σημερινό Editorial του Lancet [1] τα σχόλια για την έκθεση του WHO «2015, Υγεία στην Ευρώπη»[2], την κρίσιμη αυτή περίοδο για το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας μας, αναμφίβολα γεννώνται προβληματισμοί για την κατάσταση υγείας των πολιτών και τη βιωσιμότητα του συστήματος στο μέλλον.
Η έκθεση αξιολογεί την υγεία και την ευημερία 900 εκατομμυρίων ανθρώπων σε 53 χώρες της ηπείρου. Συγκεκριμένα, αξιολογεί την πρόοδο ως προς συγκεκριμένους στόχους και φιλοδοξίες για ολιστική υγεία, τόσο συγκριτικά με προηγούμενη έκθεση του 2012, όσο και σχετικά με την εφαρμογή του Προγράμματος Health 2020. Πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες εμφανίζονται με υψηλής ποιότητας προβλέψεις υγείας, ενώ διαφορετικές προκλήσεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν άλλες χώρες, όπως η Ρωσία και η Τουρκία. Γενικότερα, η Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του WHO ξεχωρίζει για τα υψηλά ποσοστά κατανάλωσης καπνού και αλκοόλ, την αύξηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων και τη συνακόλουθη επιβάρυνση της υγείας τους.
Από την έναρξή του (2010), το Πρόγραμμα Health 2020 επιδιώκει την αντιμετώπιση των μεταδοτικών και μη μεταδοτικών ασθενειών στην ευρωπαϊκή περιφέρεια καθώς και την προσέλκυση επενδύσεων, προκειμένου να ενισχυθούν τα συστήματα υγείας, οι πολιτικές δημόσιας υγείας και οι κοινότητες. Το πρόγραμμα έχει έξι συγκεκριμένους στόχους:
– τη μείωση της πρόωρης θνησιμότητας,
– την αύξηση του προσδόκιμου ζωής,
– τη μείωση των ανισοτήτων,
– τη βελτίωση της ποιότητας ζωής,
– την επίτευξη προόδου ως προς την καθολική κάλυψη υγείας και
– τη θέσπιση ανάλογων εθνικών στόχων.
Παρά το γεγονός ότι, η μέθοδος για την ποσοτικοποίηση των στόχων και οι βασικοί δείκτες έχουν καθοριστεί, τα στοιχεία παραμένουν ελλιπή, με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα σχετικά με το Πρόγραμμα να θεωρούνται προκαταρκτικά.
Ο πρώτος στόχος, η μείωση της πρόωρης θνησιμότητας εξαιτίας καρδιαγγειακών – αναπνευστικών παθήσεων, καρκίνου και διαβήτη, δείχνει να επιτυγχάνεται με την προβλεπόμενη ετήσια πτώση 1 – 5%[3]. Αξιοσημείωτη είναι και η καταγεγραμμένη μείωση θανάτων από καρδιαγγειακή νόσο. Η κατανάλωση καπνού μειώθηκε, αλλά λίγες χώρες κατόρθωσαν τα προσδοκώμενα ποσοστά περιορισμού των μη μεταδοτικών ασθενειών. Οι εμβολιασμοί κατά της ιλαράς αυξήθηκαν, συγκριτικά με την περίοδο 2010-12, αλλά το πρόβλημα στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού παραμένει. Πρόοδος σημειώθηκε επίσης και στη μείωση των ανισοτήτων, π.χ. με την πτώση του αριθμού των παιδιών που δεν φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιθέτως, η μείωση της ανεργίας κρίνεται «μέτρια», ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται οι δείκτες αξιολόγησης της ευημερίας. Η πρόοδος για την καθολική κάλυψη των αναγκών υγείας απαιτεί, σύμφωνα με την έκθεση, “σημαντική δράση”, εφόσον οι ιδιωτικές δαπάνες (out-of-pocket) για την υγεία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα στις περισσότερες χώρες[1].
Οι παραπάνω αναφορές σχετίζονται, κυρίως, με πολιτικές πρόληψης και προαγωγής της υγείας, πεδία προβληματικά στην Ελλάδα, όπου τα σοβαρά ελλείμματα στη συνέχεια της φροντίδας υγείας και ο ιατροκεντρικός χαρακτήρας του ΕΣΥ προτάσσουν τη θεραπεία -και όχι την πρόληψη- της νόσου και, τελικά, οδηγούν στην επιβάρυνση του συστήματος νοσηλευτικής περίθαλψης και στην επιδείνωση των επιπέδων υγείας του πληθυσμού.
Η πολλά υποσχόμενη «ευημερία»[4], ως συμπληρωματικός δείκτης υγείας, σχετίζεται μεν με πολιτισμικά ζητήματα, αλλά είναι δυνατή η αξιόπιστη μέτρησή της στα διαφορετικά περιβάλλοντα. Σύμφωνα με τον C. Murray[5], θα πρέπει να αυξηθούν οι έρευνες για την υγεία (DALY’s, QUALY’s κ.λπ.), προκειμένου να εξειδικευθούν οι στοχεύσεις της προώθησης της ευημερίας και της εξάλειψης της νόσου. Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι δεν είναι εύκολη η μέτρηση των διαστάσεων[6] ανάγκης υγείας:
– το επείγον, η σπουδαιότητα της ανάγκης
– η αναγκαία ποσότητα και
– η δυνατότητα να ωφεληθεί το άτομο από την ικανοποίηση της ανάγκης.
Όμως, παρά την υποκειμενικότητα των αντιλήψεων περί αναγκών, υπάρχουν αδιαμφισβήτητες, αντικειμενικές ανάγκες που πρέπει πρωτίστως να ικανοποιούνται, όπως είναι η σίτιση, η κατοικία και η φροντίδα υγείας.
Η έλλειψη ετοιμότητας και πρόβλεψης σχετικά με την υγεία των προσφύγων στην έκθεση του WHO επικρίνεται από το Editorial του Lancet ως «απογοητευτική», εφόσον «η εν εξελίξει, μεγάλης κλίμακας, μετακίνηση ανθρώπων έχει δραματική επίδραση στην περιοχή». Επίσης, υπάρχει σκεπτικισμός και σε ό,τι αφορά τις δράσεις και τις εθνικές πολιτικές στοχεύσεις για την υγεία, που «υπολείπονται» των διακηρύξεων του προγράμματος Health 2020, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «στο σύγχρονο κόσμο οι κρίσεις που επηρεάζουν την υγεία των ανθρώπων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα και αποτελεσματικά, με επαρκείς πόρους και συντονισμό των εμπλεκόμενων φορέων»[1].
Η ανεπάρκεια των πόρων υγείας είναι δεδομένη, ενώ η ορθολογική και δικαιότερη διαχείριση των διαθέσιμων της χώρας βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ρητορικής. Οι οριζόντιες και χωρίς τεκμηρίωση περικοπές, αυξάνουν τις ανάγκες υγείας και, συνακόλουθα, τις δημόσιες δαπάνες υγείας, χωρίς -ούτε κατά διάνοια- να επιτυγχάνουν δημοσιονομική εξυγίανση.
Είναι επιβεβλημένη πλέον, στη διαδρομή μας προς το 2020, η σοβαρή και οραματική σχεδίαση των πολιτικών υγείας, με συνεχή υποστήριξή τους μέχρι την ολοκλήρωση των δράσεων.
Είναι επιβεβλημένη πλέον η τεκμηριωμένη αναδιοργάνωση του ΕΣΥ, με ανακατανομή και επιστημονική διαχείριση των σπάνιων πόρων.
Είναι επιβεβλημένος πλέον ο -κατά Weber οριζόμενος- απρόσωπος χαρακτήρας της δημόσιας διοίκησης, με ωρίμανση και ανεξαρτητοποίηση του δημοσίου από συντεχνιακά προνόμια, πελατειακές σχέσεις και ατομικές προσόδους.
Άλλως, οδεύουμε προς το 2020 έχοντας αφήσει πίσω μας τον… άνθρωπο.
Γράφει η: Γωγώ Οικονομοπούλου,
Νοσοκομειακό Στέλεχος,
MSc Πολιτικής & Σχεδιασμού Υπηρεσιών Υγείας
Σημειώσεις – Αναφορές
[1] “Europe in 2015—health in a diverse and changing region”, The Lancet
http://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736%2815%2900311-6/fulltext
[2] Κυκλοφόρησε 23 Σεπτεμβρίου 2015.
[3] Η αντίστοιχη μείωση την περίοδο 2010-2012 ήταν της τάξης του 2%.
[4] Η αξιολόγηση των δεικτών ευημερίας είναι σε εξέλιξη.
[5] C. Murray, et al, (2015), “Global, regional, and national disability-adjusted life years (DALYs) for 306 diseases and injuries and healthy life expectancy (HALE) for 188 countries, 1990–2013: quantifying the epidemiological transition”, The Lancet
http://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736%2815%2961340-X/abstract
[6] Harris J., (2009), «Deciding between patients», in: Kuhse H., Singer P., (eds), A companion to bioethics, Wiley-Blackwell, Oxford, pp. 335-350.