Το φαινόμενο της ανορεξίας είναι γνωστό. Αντίστοιχα και αυτό της βουλιμίας. Ποια όμως είναι τα αίτια;
Στο επιστημονικό άρθρο που ακολουθεί του αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής του ΑΠΘ Κωνσταντίνου Φουντουλάκη, θα διαβάστε όλα τα επιστημονικά αίτια που κάποιοι άνθρωποι τρώνε πολύ ή λίγο με κίνδυνο της ζωής τους.
“Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής”
Του Κωνσταντίνου Ν. Φουντουλάκη,
Αναπλ. Καθηγητή Ψυχιατρικής ΑΠΘ
Η λήψη τροφής από τον άνθρωπο αποτελεί ανάγκη για να καλυφθούν οι ανάγκες του τόσο σε ενέργεια όσο και σε δομικά συστατικά, αλλα επίσης αποτελεί πηγή ευχαρίστησης (πιθανότατα στα πλαίσια μιας μεθόδου διαχωρισμού και επιλογής των χρήσιμων τροφών), ευκαιρία για κοινωνική διαντίδραση, ακόμα και αίτιο ενός βαρύτατου αμαρτήματος (λαιμαργία) σύμφωνα με πολλές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Διαφορετικές κοινωνίες αντιμετώπιζαν το αυξημένο βάρος σώματος με διαφορετική διάθεση, από τα υποτιμητικά αστεία του Αριστοφάνη στον “Πλούτο” στην θετική στάση των κοινωνιών της άπω ανατολής, στην περιφρόνηση από τη Βικτωριανή κοινωνία, μέχρι την απόλυτη εξιδανίκευση του χαμηλού σωματικού βάρους με την εμφάνιση του μοντέλου Τουιγκυ την δεκαετία του 1960.
Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής (eating disorders) στις οποίες κυρίως περιλαμβάνονται η ψυχογενής (νευρογενής) ανορεξία (anorexia nervosa) και η βουλιμία (bulimia nervosa) καθώς και παραλλαγές τους είναι μια ιδιαίτερη ομάδα ψυχικών διαταραχών που έχουν περιγραφεί πολλές φορές στα ιστορικά χρονικά εδώ και σχεδόν 2,000 χρόνια, με πρώτες πιθανές αναφορές στα γραπτά των Aulus Gellius και Sextus Pompeius Festus τον 2ο και 4ο αιώνα μ.Χ.
Η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών πρόσληψης τροφής δεν είναι γνωστή με ακρίβεια και αξιοπιστία. Ο επιπολασμός ζωής (δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού που θα νοσήσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του) ενδεχομένως να περνάει κατά πολύ το 1-2% (0,5-3,7%), με περίπου το 95% να είναι γυναίκες.
Αντίστοιχα δεδομένα για την βουλιμία δεν είναι διαθέσιμα ο επιπολασμός της πιθανόν να είναι περίπου 1% οσον αφορά τις γυναίκες ενώ οι αριθμοί ειναι 10 φορές χαμηλότεροι για τους άνδρες. Ενδεχομένως ενα επιπλέον 5-10% του πληθυσμού (κυρίως γυναίκες) εμφανίζουν παραλλαγές των διαταραχών αυτών ή ηπιότερες μορφές τους.
Η εξέλιξη των διαταραχών πρόσληψης τροφής ποικίλει και μετά από 25-30 χρόνια νόσησης περίπου μέχρι και το 20% των ασθενών καταλήγει είτε λόγω της διαταραχής αυτής καθαυτής είτε λόγω αυτοκτονίας. Περίπου οι μισοί ασθενείς εμφανίζουν καλή έκβαση με ελάχιστη υπολειμματική συμπτωματολογία και καλή λειτουργικότητα ενώ το υπόλοιπο 30% θα εμφανίσει μια χρόνια νόσηση με σημαντικό βαθμό αναπηρίας.
Η ακριβής αιτιοπαθογένεια των διαταραχών αυτών είναι άγνωστη, καθώς τα δεδομένα ανεπαρκή και δε μπορούν να συνδυαστούν. Στους πιθανούς κοινωνικούς παράγοντες περιλαμβάνεται η “δυτική” αντίληψη για το λεπτό και αθλητικό σώμα η οποία ασκεί σημαντικά μεγαλύτερη πίεση στις γυναίκες.
Το γεγονός ότι διαταραχές πρόσληψης τροφής συναντώνται συχνά σε επαγγελματίες χορευτές, αθλητές κτλ, θέτει το ερώτημα ποιό είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα, το κατά πόσον δηλαδή η διαταραχή αποτελεί αποτέλεσμα ενός αναγκαστικού στυλ ζωής ή απλά διευκολύνει την υιοθέτηση ενός επαγγέλματος.
Η προσωπικότητα των ασθενών στους οποίους η νόσος βρίσκεται σε πλήρη ύφεση εμφανίζει καταναγκαστικά στοιχεία, με τελειοθηρία, ενδοστρέφεια, διαπροσωπική ανασφάλεια και μονωμένο συναίσθημα.
Οι οικογένειες των ασθενών χαρακτηρίζονται (κατά τη διάρκεια της νόσησης) από χαοτικότητα, εχθρότητα καθώς και διαταραγμένη στοργή και φροντίδα με τάσεις ασφυκτικού ελέγχου του ασθενούς. Πολλές φορές η επικοινωνία μεταξύ των μελών χαρακτηρίζεται από αντιφατικά ή αμφίσημα μηνύματα.
Οι γενετικές μελέτες που αφορούν την ψυχογενή ανορεξία δείχνουν μια οικογενή επιβάρυνση με τους μονοωογενείς διδύμους να την εμφανίζουν σε ποσοστό 66% και οι δύο, σε σύγκριση με το 0% των διζυγωτικών.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά παρά το όνομά της, η ψυχογενής ανορεξία δε χαρακτηρίζεται κατ’ αρχήν από ανορεξία ή απώλεια της όρεξης, τουλάχιστον στα αρχικά της στάδια. Πραγματική ανορεξία εμφανίζεται μόνο στα προχωρημένα στάδια της ψυχογενούς ανορεξίας ως συνέπεια του παρατεταμένου υποσιτισμού.
Το βάρος στην ψυχογενή ανορεξία πέφτει κάτω από το 85% του φυσιολογικού, δηλαδή ο Δείκτης Μαζας Σώματος (Body Mass Index- BMI) πέφτει κάτω από το 17,5 (ο BMI υπολογίζεται ώς το πηλίκο του βάρους σε κιλά προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα). Κομβικό σημείο στη συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τη διαταραχή αυτή είναι η διαχείρηση των τροφών.
Τα άτομα αυτά αποκλείουν πολλές “παχυντικές” τροφές όχι μόνο από το διαιτολόγιό τους αλλά και από το σπίτι. Αυτό γίνεται κατά τρόπο εντελώς υπερβολικό, σχετικά ασυνεπή, και πολλές φορές στη βάση αντισυμβατικών πεποιθήσεων ή απόψεων (για υγιεινή διατροφή και διαβίωση) που μπορεί να προβληματίσουν όσον αφορά τη διάγνωση (κατά πόσον είναι “ψυχωτική” ή ψευδοφιλοσοφική σκέψη).
Πολλές φορές μασούν το φαγητό αλλά μετά το φτύνουν, μαγειρεύουν και ασχολούνται με περίπλοκες συνταγές αλλά δεν τρώνε, τεμαχίζουν το φαγητό σε πολύ μικρά κομμάτια, χρειάζονται υπερβολικά πολύ χρόνο για να φάνε και πολλές φορές μασάνε τσίχλα συνέχεια ανάμεσα στα γεύματα.
Τα άτομα συνήθως προκαλούν εμετούς, χρησιμοποιούν ανορεκτικούς παράγοντες, καθαρτικά, διουρητικά και υπερβολική άσκηση (συμπεριφορές “κάθαρσης”). Μπορεί να επιδίδονται σε εξαντλητική γυμναστική αλλά επίσης μπορεί απλά να εμπλέκονται σε υπερβολική γενική σωματική δραστηριότητα. Η αμηνόρροια είναι χαρακτηριστική συνέπεια στις γυναίκες που διατηρούν πολύ χαμηλό σωματικό βάρος.
Γενικά φαίνεται ότι υπάρχουν δύο τύποι ψυχογενούς ανορεξίας. Ο ένας τύπος χαρακτηρίζεται από συμπεριφορές περιορισμού της πρόσληψης τροφής (περιοριστικός τύπος) ενώ ο δεύτερος χαρακτηρίζεται από συμπεριφορές επεισοδιακής υπερφαγίας με συνοδές συμπεριφορές κάθαρσης.
Ο όρος βουλιμία περιγράφει υπερβολική και εκτός ελέγχου πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων τροφής μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα (λεπτά ή ώρες) υπό μορφή επεισοδίων υπερφαγίας (binge eating). Τα άτομα που πάσχουν από (ψυχογενή) βουλιμία έχουν συνήθως φυσιολογικό ή αυξημένο σωματικό βάρος και σημαντική ενασχόληση με το σώμα τους, γεγονός που οδηγεί σε συχνή διακύμανση του βάρους τους.
Οι ασθενείς αυτοί δεν τηρούν πρόγραμμα γευμάτων και δεν νιώθουν ικανοποίηση μετά από ενα τακτικό γεύμα. Η εκδήλωση επεισοδίων υπερφαγίας ανάμεσα στα άλλα προκαλεί και εκτόνωση ενός έντονου αισθήματος άγχους.
Τα επεισόδια υπερφαγίας (binge eating) ορίζονται ως κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού σε μια μικρή περίοδο χρόνου (π.χ. 1-2 ώρες με μέσο όρο την 1 ώρα περίπου). Η ποσότητα του φαγητού πρέπει να είναι σαφώς μεγαλύτερη απ’ όσο θα μπορούσαν να φάνε οι περισσότεροι άνθρωποι στο χρόνο αυτό και υπό παρόμοιες συνθήκες.
Η κατανάλωση θα πρέπει να γίνεται παρά το ότι το άτομο δεν αισθάνεται πείνα, με ταχύτητα μεγαλύτερη από το συνηθισμένο. Συνήθως το άτομο τρώει μόνο λόγω αισθημάτων αμηχανίας, η συμπεριφορά συνοδεύεται από δυσάρεστο αίσθημα πληρότητας, και ακολουθούν αισθήματα αυτοεικτιρμού και ενοχής.
Τα παραπάνω μερικές φορές είναι δύσκολο να καθοριστούν και να γίνει διάκριση φυσιολογικού-παθολογικού ειδικότερα στη σημερινή κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υπερπληροφόρηση όσον αφορά τον υγιεινό τροπο ζωής και γενικευμένη συστηματική ενασχόληση με την εξωτερική εμφάνιση.
Η ψυχογενής βουλιμία χαρακτηρίζεται και από αντιροπιστικές συμπεριφορές ώστε να αποφευχθεί η αύξηση του βάρους. Στα πλαίσια αυτά το άτομο προβαίνει σε “κάθαρση” μέσω προκλητών εμέτων, ή χρήσης καθαρτικών φαρμάκων ή υπερβολικές δίαιτες. Η κατάχρηση αμφεταμινών που έχουν ανορεξιογόνο δράση δεν είναι ασυνήθιστη.
Οι ασθενείς με βουλιμία που δεν εμφανίζουν τέτοιες συμπεριφορές τείνουν να έχουν αυξημένο βάρος, όσοι όμως τις εμφανίζουν, ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται και από υψηλότερα επίπεδα ψυχοπαθολογίας, και ιδιαίτερα από σοβαρότερη διαταραχή της αυτοεκτίμησης και του σχήματος του σώματος καθώς και της σοβαρότητας και της ενασχόλησης με αυτά. Χαρακτηριστικά ντρέπονται για το πρόβλημά τους και προσπαθούν να το αποκρύψουν από τον περίγυρο.
Ένα σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού φαίνεται να εμφανίζει κάποιου είδους διαταραχή πρόσληψης τροφής που όμως δε συμφωνεί απόλυτα με τους κλασσικούς ορισμούς είτε της ανορεξίας είτε της βουλιμίας.
Οι υπερβολές τόσο από τις εξαντλητικές δίαιτες όσο και από την υπερφαγία και τις συμπεριφορές κάθαρσης μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην σωματική υγεία των ασθενών με διαταραχές πρόσληψης τροφής.
Οι επιπλοκές αυτές είναι κοινές για τους ασθενείς με ανορεξία και βουλιμία, στο βαθμό που υπάρχουν οι συμπεριφορές κάθαρσης, ενώ οι ασθενείς με ανορεξία έχουν το επιπλέον πρόβλημα της γενικής σωματικής καχεξίας, με όλες τις επιπλοκές που αυτή προκαλεί.
Ενδεχομένως από τα λιγότερο σημαντικά προβλήματα, ωστόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, είναι η παρουσία ουλών και πληγών στην έξω επιφάνεια του χεριού από την προσπάθεια να προκαλέσουν εμετό με τα δάκτυλά τους. Οι έμετοι προκαλούν επίσης βλάβες στα δόντια.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με διαταραχή πρόσληψης τροφής ποικίλει ανάλογα με τις ανάγκες του συγκεκριμένου ασθενούς. Είναι απαραίτητη η γενική ιατρική διαχείρηση και υποστήριξη των ασθενών αυτών καθώς και συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων με στοιχεία ψυχοεκπαίδευσης και γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας. Σε νεαρότερες ηλικίες μπορεί να είναι απαραίτητη και οικογενειακή θεραπεία.
Σε ακραίες περιπτώσεις που είναι επικίνδυνες για τη ζωή και ο ασθενης δε συνεργάζεται, μπορεί να είναι απαραίτητη η καθήλωση και σίτιση με ρινογαστρικό καθετήρα. Φυσικά στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να τηρείται με κάθε λεπτομέρεια η διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο.
Φαίνεται ότι πορεία και η πρόγνωση των διαταραχών αυτών ποικίλει. Η ψυχογενής ανορεξία εμφανίζεται συνήθως νωρίς, και οι μακροχρόνιες μελέτες αναφέρουν ότι το 25% των ασθενών εμφανίζει πλήρη ύφεση, το 50% μια χρόνια πορεία με σχετικά καλή λειτουργικότητα ενώ το υπόλοιπο 25% εμφανίζει μια βαριά μορφή της διαταραχής με αυξημένη σωματική νοσηρότητα, θνησιμότητα και αυτοκτονίες. Σχεδόν οι μισοί ασθενείς με αρχική διάγνωση ανορεξίας θα αποδειχθούν αργότερα βουλιμικοί.
Η ψυχογενής βουλιμία αντίθετα έχει ηλικία έναρξης αργότερα, περίπου στην ηλικία των 18-19, και χαμηλότερους δείκτες θνησιμότητας. Περίπου το 50% των ασθενών μπορεί να εμφανίσει πλήρη ύφεση ενώ περίπου ενα 20% εμφανίζει μια βαρύτερη μορφή της διαταραχής, η οποία και κυρίως επιπλέκεται κατά χρόνιο τρόπο με άλλες ψυχικές διαταραχές όπως μείζονα κατάθλιψη, ιδεοκαταναγκαστική διαταραχή, αγχώδεις διαταραχές, κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ καθώς και διαταραχές προσωπικότητας.