Για τον επιτυχή (ανα)σχεδιασμό αυτού που ονομάζουμε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η επίδραση του παράγοντα επαρχιωτισμού’ των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας στον τρόπο παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Με τον όρο ‘επαρχιωτισμό’ εννοώ το σύνολο στάσεων και συμπεριφορών, τη νοοτροπία δηλαδή, που χαρακτηρίζει κατοίκους επαρχιακών πόλεων σε αντιπαράθεση με τη νοοτροπία των κατοίκων μεγαλύτερων αστικών κέντρων, τον κοσμοπολιτισμό. Είναι προφανές ότι ο επαρχιωτισμός δεν αποτελεί απόλυτη ιδιότητα που την έχει ή δεν την έχει κανείς, αλλά σχετικό μέγεθος που μπορεί να χαρακτηρίζει λιγότερο ή περισσότερο κάποιον συγκριτικά με κάποιον άλλον. Έτσι, π.χ. οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης εμφανίζουν περισσότερο επαρχιωτισμό σε σχέση με τους κατοίκους της Αθήνας, οι κάτοικοι της Καστοριάς περισσότερο σε σχέση με τους Θεσσαλονικείς, οι κάτοικοι του Νεστώριου περισσότερο από τους Καστοριανούς κοκ.
Ο επαρχιωτισμός είναι ο καθοριστικός εκείνος παράγοντας που οδηγεί τους κατοίκους μιας μικρής πόλης να μην απευθύνονται στους διαθέσιμους επαγγελματίες ψυχικής υγείας της πόλης τους αλλά να απευθύνονται σε αυτούς της διπλανής πόλης, απλά και μόνο διότι εκεί κινδυνεύουν λιγότερο να αναγνωριστούν, να στιγματιστούν και να περιθωροποιηθούν. [Θυμάμαι την διήγηση συζύγου παλαιότερου συναδέλφου: «στα Γιάννενα αρχές της δεκαετίας του ’50 υπήρχε μόνο ένας ψυχίατρος, ο …. Στον ΟΤΕ λοιπόν, απέναντι από το ιατρείο του, μαζευόντουσαν οι Γιαννιώτες και κορόιδευαν αυτούς που έμπαιναν μέσα λέγοντας «ούι, ένας παλαβός!»] Ο επαρχιωτισμός είναι αυτός που οδηγεί διευθύντρια τοπικού υποκαταστήματος Τράπεζας να ερωτά σε κοινωνική συνάθροιση, αφού έχει μόλις πληροφορηθεί ότι η Ψυχιατρική Κλινική της πόλης άρχισε να λειτουργεί «…και πως δείχνουν αυτοί οι ψυχιατρικοί άρρωστοι;», για να επικυρώσει προφανώς τις φοβικές της στάσεις και προκαταλήψεις. Ο επαρχιωτισμός είναι ο καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί τους συναδέλφους σου ιατρούς του επαρχιακού νοσοκομείου που εργάζεσαι και προσπαθείς να θεραπεύσεις κάποιους ασθενείς με Ηλεκτροσπασμοθεραπεία, να αρνούνται να συνεργαστούν διότι πιστεύουν με άγνοια και μεσσιανισμό ότι «είναι βάρβαρο να δίνεις αυτή τη θεραπεία». Ο επαρχιωτισμός είναι ο καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί τον Διευθυντή άλλης Κλινικής (του χειρουργικού Τομέα) να προσπαθεί ανερυθρίαστα και υπεροπτικά, σε επανειλημμένες συζητήσεις, να πείσει ειδικευόμενους ιατρούς της Ψυχιατρικής να πάψουν την ειδίκευση τους στην Ψυχιατρική και να ειδικευθούν επιτέλους σε άλλη, πιο «ιατρική» ειδικότητα. Ο επαρχιωτισμός είναι αυτός που οδηγεί πολλούς συναδέλφους ιατρούς να αρνούνται την συμμετοχή τους στην ανάπτυξη νέων πρωτοβουλιών ή καινοτόμων δραστηριοτήτων με το επιχείρημα ότι αυτοί ήρθαν σε επαρχιακό νοσοκομείο «για να ηρεμήσουν», όντας σίγουροι για τη δημοσιουπαλληλική τους εξέλιξη χωρίς κουραστικούς ανταγωνισμούς και προσπάθειες επικαιροποίησης της γνώσης τους. Ο επαρχιωτισμός είναι αυτός που οδηγεί όλους τους προηγούμενους αλλά και άλλους όσους πετυχαίνουν θέση εξουσίας στην επαρχία, να αίρονται και να αυτονομούνται από το υπόλοιπο πλήθος, περιποιώντας για τους εαυτούς τους ανοίκειες τιμές και ελάχιστη αποδοτικότητα, με την σιωπηλή ανοχή των υπόλοιπων μόνο και μόνο γιατί και αυτοί περιμένουν την σειρά τους για να κάνουν τα ίδια μέσα από το διαχρονικά λειτουργών, σταθερά πελατειακό, πολιτικό σύστημα.
Δίπλα στις επιπτώσεις του παράγοντα «επαρχιωτισμός» που σκιαγράφησα παραπάνω, πρέπει να παρατεθούν και άλλες, ακόμα πιο σοβαρές, όπως: η άρνηση των ψυχιάτρων να στελεχώσουν επαρχιακές Κλινικές ως επικουρικοί ιατροί` αλλά και η δυσκολία με την οποία θα παραμείνει στη θέση του κάποιος διαθέσιμος ψυχίατρος, αναγκαζόμενος να ζεί σε ένα περιβάλλον πολιτιστικής ανομβρίας, που εχθρεύεται τον όποιον μη ντόπιο και ό,τι νεωτερικό` αλλά και να εργάζεται σε ένα περιβάλλον ανοχής από τους συναδέλφους των άλλων ειδικοτήτων και απαξίας από την διοικητική ιεραρχία. Για όλους αυτούς τους λόγους φρονώ ότι θα πρέπει τελικά να αναρωτηθούμε αν είναι άραγε πραγματοποιήσιμος ο στόχος της δημιουργίας μιάς Ψυχιατρικής Κλινικής σε κάθε Γενικό Νοσοκομείο της επαρχίας, στόχος που έχει υιοθετηθεί από το εθνικό πρόγραμμα «Ψυχαργώς»!
Αντί αυτού, θεωρώ ορθότερο να τεθεί ο στόχος της στελέχωσης κάθε επαρχιακού Νοσοκομείου με 1-2 ψυχιάτρους, οι οποίοι θα καλύπτουν με τις διαγνωστικές και θεραπευτικές τους υπηρεσίες τόσο τις ανάγκες των ασθενών της ΠΦΥ (αφού τα τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία των Νοσοκομείων θεωρούνται εκ του νόμου τμήμα της ΠΦΥ) όσο και τις ψυχιατρικές ανάγκες των νοσηλευομένων ασθενών σε άλλες Κλινικές, στο πλαίσιο της Διασυνδετικής Ψυχιατρικής. Περιστατικά που θα χρειάζονταν νοσηλεία θα μπορούσαν, αφού εξετασθούν από τους κατά τόπους ψυχιάτρους, να διακομισθούν στη Ψυχιατρική Κλινική του εγγύτερου Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, που σε όλες τις περιπτώσεις (Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Πάτρα, Λάρισα, Κρήτη) δεν απέχουν περισσότερο από μία ώρα απόσταση από την απώτατη ενδοχώρα της περιοχής τους, και αφού υφεθεί η συμπτωματολογία τους και επέλθει ανάρρωση να επιστρέψουν πάλι στην κοινότητα τους και στον γιατρό αναφοράς τους (του Γενικού Νοσοκομείο ή του Κ.Ψ.Υ) ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια της ψυχιατρικής φροντίδας. Ακόμα, και ίσως σημαντικότερο, να δημιουργηθούν Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας σε όλους τους ΤοΨΥ, που θα επιδείξουν ιδιαίτερη αφοσίωση όχι μόνο στην πρόληψη της ψυχικής νόσου ή την ταχύτερη δυνατή διάγνωση και αντιμετώπιση της όταν αυτή επέλθει, αλλά και στην εκπαίδευση της κοινότητας με σκοπό την μείωση/άρση του στίγματος της ψυχικής ασθένειας και την ενδυνάμωση των οργανώσεων των ασθενών και των συμμάχων τους.
Προτείνω επίσης να γνωστοποιήσουμε τα χαρακτηριστικά της εργασίας στην επαρχία σε όσους πιθανόν επιθυμήσουν να εργαστούν ως ψυχίατροι και να ζήσουν σε επαρχιακή πόλη, προφυλάσσοντας έτσι νέους συναδέλφους από τη γρήγορη νόσηση τους από το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης . Η εξάσκηση της ψυχιατρικής στην επαρχία αποτελεί μια εντελώς διαφορετική έκδοση της ψυχιατρικής πρακτικής από αυτή που επικρατεί σε πιο κοσμοπολίτικα περιβάλλοντα.. Πρόκειται για μια φτωχοποιημένη ψυχιατρική, περιορισμένων οριζόντων και πατερναλιστικού πλαισίου: χωρίς τη δυνατότητα λειτουργίας εξειδικευμένων ιατρείων και τη δυνατότητα προσφοράς υπηρεσιών σε «αδικημένες» ομάδες, χωρίς την ανταγωνιστική πίεση που οδηγεί σε συνεχή βελτίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων σου, σε χρονική απόσταση από όλα αυτά που συμβαίνουν στο κέντρο αλλά δεν συμβαίνουν ακόμα στην επαρχία σου. Πρόκειται για μια ιατρική πρακτική που βασίζεται περισσότερο στο μέγεθος του σογιού σου, στο στυλ και στις δεξιότητες της κοινωνικής συναναστροφής σου, στα κεράσματα και στη διαθεσιμότητα σου και λιγότερο, στον ψίθυρο που θα συνοδεύει τα αποτελέσματα της εργασίας σου. Μια ήσυχη ιατρική του συνδρόμου και όχι της νόσου, που πολύ απέχει από την ιατρική που βασίζεται σε τεκμήρια και την θεραπεία που βασίζεται σε πρωτόκολλα και την ενίσχυση της δυνατότητας του ασθενούς να επιλέγει τον τύπο φροντίδας που αυτός επιθυμεί.
Ν. Μπιλανάκης[i]
Ψυχίατρος, Συντονιστής Διευθυντής ΕΣΥ, Ψυχιατρική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Άρτας, Άρτα