Η “αλλοπαθητική” (μάλλον συμπτωματικού χαρακτήρα) μέθοδος αντιμετώπισης του “μνημονίου” στην υγεία, με τη λήψη περιστασιακών και αποσπασματικών μέτρων για τη θεραπεία της “ανθρωπιστικής κρίσης”, κατέστη εμφανώς αλυσιτελής και μη τελεσφόρα και προσελήφθη από το κοινό -ορθώς- ως “παιδική ασθένεια” της πρώτης κυβερνητικής περιόδου.
Η αιτιολόγηση αυτής της εξέλιξης ανευρίσκεται στο γεγονός οτι η ακολουθησείσα πολιτική, ως αντίδοτο της “μνημονιακής” προσέγγισης “πολιτικής ταύτισης με τον αντίπαλο”, έχει έλλειμμα προγραμματικού χαρακτήρα και βασίζεται -σχεδόν αποκλειστικά- σε μια ψυχοδιανοητική στάση πολιτικής “κουλτούρας με έντονα ιδεολογικά και βολονταριστικά στοιχεία, παρά σε ενα τεκμηριωμένο πολιτικό σχέδιο προοπτικής.
Βεβαίως, η πρόσφατη έξωθεν ανατροπή, δια της νέας προγραμματικής συμφωνίας, αυτής της πολιτικής, παρέχει ισχυρή “αντιμνημονιακή νομιμοποίηση. Επειδή, η παρέμβαση της διεθνούς εποπτείας, πλην του (μη αποδεκτού) γενικού πολιτικού “ύφους και ήθους”, εμπεριέχει προσθέτως πληθώρα αναποτελεσματικών εμμονών (αναγραφή δραστικής ουσίας στα φάρμακα), υστερόβουλων και ακατάλληλων μεταρρυθμίσεων (εισαγωγή της γερμανικής- αντί της κατάλληλης αγγλοσαξωνικής – μεθόδου αποζημίωσης των νοσηλείων) ή/και ακόμη δογματικών prêt-à-porter σχημάτων οργάνωσης (υπόδειγμα “στρατοπεδικής” δομής της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας κατάλληλου για χώρες “σε ανάπτυξη”) και άλλα τινά εξίσου μεγίστης σημασίας και αρνητικής φόρτισης.
Υπό το πρίσμα αυτό – και υπό τους περιορισμούς της συγκυρίας- η (ήδη διαγνωσμένη) “τοξικότητα” του προγράμματος υγείας της διεθνούς εποπτείας, είναι αναγκαίο να αδρανοποιηθεί με τη (δια της “ομοιοπαθητικής” μεθόδου) συγκρότηση ενός διευρυμένου “εθνικού” προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών και ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεων, δια των οποίων οι πολιτικές λιτότητας και περιστολής των πόρων αντισταθμίζονται με πολιτικές αναζήτησης της (κοινωνικής) ισότητας, της (οικονομικής) αποδοτικότητας, της (ιατρικής) αποτελεσματικότητας και δίκαιης κατανομής των βαρών.
Η ενδεχόμενη αυτή προοπτική παρέχει -πλην των άλλων- τη δυνατότητα διεύρυνσης των βαθμών ελευθερίας άσκησης εθνικής πολιτικής, καθώς επίσης και την ευχέρεια πολιτικών υποκατάστασης οικονομικών και δημοσιονομικών μέτρων με διαρθρωτικές παρεμβάσεις (και αντιστρόφως), ούτως ώστε η “πειθάρχηση” στη νέα προγραμματική συμφωνία της διεθνούς εποπτείας να είναι εφικτή και πραγματοποιήσιμη με την ανεύρεση πραγματικών και ανεκτών “ισοδυνάμων”.
Εξάλλου, η κτηθείσα εμπειρία απο τις πρόσφατες μείζονες “μνημονιακές” παρεμβάσεις στην ασφάλιση και τη χρηματοδότηση με τη δημιουργία δημοσίου μονοψωνίου (ΕΟΠΥΥ) και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με την ίδρυση ενός δημοσίου ολιγοπωλίου (ΠΕΔΥ) είναι διδακτική ,δεδομένου οτι ο χρόνος και οι αριθμοί ελλοχεύουν και εκδικούνται. Τα παραδείγματα είναι συντριπτικά: πλέον των τριών (3) εκατομμυρίων πολιτών δεν έχουν ασφαλιστική ικανότητα, ενώ η δημόσια παραγωγή πρωτοβάθμιας περίθαλψης απο το σχήμα ΙΚΑ-ΕΟΠΥΥ απο 45% της εθνικής παραγωγής σε ιατρικές επισκέψεις και πλέον του 25% σε εργαστηριακές εξετάσεις, υποχώρησε στο διάδοχο σχήμα του ΠΕΔΥ σε 15% και 3% αντιστοίχως.
Το νέο εγχείρημα κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση, με δυο πρόσθετους “νεωτερισμούς”, οι οποίοι πρόκειται να πυροδοτήσουν πολιτικές δονήσεις επειδή παρεμβαίνουν στους μηχανισμούς αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα : (α) στην επιλογή της διοικητικής “μηχανής” των δημόσιων επιχειρήσεων υγείας με τεχνικά και αξιοκρατικά κριτήρια και (β) στην εξ ολοκλήρου αποζημίωση των υπηρεσιών υγείας απο τον φορέα χρηματοδότησης και αποζημίωσης (ΕΟΠΥΥ) δια της μεθόδου των κλειστών ενοποιημένων νοσηλείων (ΚΕΝ) και ούτως στην άρση της μισθολογικής προστασίας και εγγύησης απο τη κυβέρνηση ανεξαρτήτως του όγκου παραγωγής, τεχνικής επίδοσης και κοινωνικής αποδοτικότητας των υπηρεσιών υγείας.
Έν άλλοις λόγοις, τα μέτρα αυτά (συνήθεις πρακτικές σε διεθνή κλίμακα) σε συνδυασμό με την εισαγωγή των κλειστών προϋπολογισμών (μη επιτυχής εφαρμογή επι υπό παρόντος) οριοθετούν το τέλος της “μεγάλης συμμαχίας της αφθονίας” του πολιτικού συστήματος και των συλλογικών μονοπωλίων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η εξέλιξη αυτή ειναι σχεδόν αναπόφευκτη, επειδή το πολιτικό σύστημα θα τεθεί έμπροσθεν του διλήμματος συνέχισης της ανοχής στην ιδιότυπη “ιδιωτικοποίηση” του συστήματος υγειας απο το συλλογικό ιατρικό μονοπώλιο και την ιδιοποίηση, απο μέρους του, τού κοινωνικού πλεονάσματος ή την εισαγωγή διαδικασιών κοινωνικού και δημοσίου ελέγχου και “εσωτερικού ανταγωνισμού”, ώστε να διασφαλισθεί η καθολική κάλυψη και η επάρκεια της φροντίδας στο σύνολο του πληθυσμού.
Είναι προφανές, οτι τα μέτρα του νέου προγράμματος παραβιάζουν τις “κόκκινες γραμμές” του πολιτικοσυνδικαλιστικού συμπλέγματος (της αριστεράς, της δεξιάς και των διάφορων εκδοχών τους), δεδομένου οτι παρεμποδίζουν έν τινι μέτρω, στη πρώτη περίπτωση τον πολιτικό έλεγχο, δηλαδή τη “κομματική” χειραγώγηση του τομέα της υγείας και στη δεύτερη την άρση της υπερπροστασίας του κρατικού τομέα προς το συλλογικό ιατρικό μονοπώλιο. Ως εκ τούτου, εισάγουν κριτήρια “αποκεντρωμένης” λήψης αποφάσεων και δευτερογενώς τεχνικές και μεθόδους, κάποιου είδους, “εσωτερικού ανταγωνισμού”.
Παρά τον (επιφανειακώς) “τεχνικό” χαρακτήρα αυτών των μέτρων και ανεξαρτήτως της πολιτικής και επιστημονικής αξιολόγησής τους, είναι βέβαιο οτι πρόκειται για δομικές αλλαγές μείζονος εμβέλειας, οι οποίες προκαλούν τεκτονικές μετακινήσεις, επειδή ακριβώς συμβάλλουν στην αποσυναρμολόγηση των σχέσεων του πολιτικού συστήματος και των διαφόρων εκδοχών του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος.
Όπως ακριβώς συνέβη και στη περίπτωση των προηγούμενων πρόσφατων προγραμμάτων η απουσία “πολιτικής και τεχνικής απαρτίωσης” πρόκειται να οδηγήσει σε περιστασιακά ψευδοθετικά “λογιστικά” αποτελέσματα -μερικής επίπτωσης- τα οποία όμως οδηγούν σε μια συνολική συνισταμένη με μηδενικό ή/και αρνητικό πολιτικό αλγεβρικό άθροισμα.
Συνεπώς, η προτεινόμενη “ομοιοπαθητική” πολιτική μέθοδος συνίσταται σε μια μείζονος έκτασης “εθνική” διαρθρωτική αλλαγή για ενα ενιαίο εθνικό (δηλαδή μεικτό, με το σύνολο των διαθεσίμων ανθρωπίνων και τεχνολογικών πόρων) σύστημα υγείας, στο οποίο η πρόσβαση οφείλει να είναι ευχερής (όλων χωρίς διάκριση) με κριτήριο την ανάγκη και με επιβαρύνσεις (χρόνου, χρήματος και διαμεσολάβησης) τη στιγμή της ανταλλαγής ανάλογες του εισοδήματος και αντιστρόφως ανάλογες της ανάγκης. Τα εισοδήματα και τα “κέρδη” των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων υγείας (κρατικού, κοινωνικού και ιδιωτικού τομέα ή μεικτού χαρακτήρα) προσδιορίζονται απο τις προτιμήσεις και τις αποφάσεις των πολιτών οι οποίες βασίζονται στην ελεύθερη (και επαρκώς πληροφορημένη) επιλογή, σε ενα πλαίσιο στο οποίο οι “παίκτες” συνυπάρχουν επι ίσοις όροις. Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα υγείας πρέπει να υποστηρίζεται, κατά προτεραιότητα, απο την υποχρεωτική καταγραφή των δεδομένων, τη διαφανή και απροσωπόληπτη διαχείριση και συστηματική αξιολόγηση και επίσης να αναδεικνύει ως προτεραιότητες τη δημόσια υγεία και τον έλεγχο των μειζόνων παραγόντων κινδύνου, με τη χρήση ρυθμιστικών μέτρων και τη θέσπιση “τιμών” η συνδυασμό αυτών, κατά περίπτωση, η οποία υποδεικνύεται εκάστη φορά απο την πολιτική και επιστημονική ανάλυση.
Πρόκειται δηλαδή, για την εισαγωγή ενός εθνικού προγράμματος μείωσης της “τοξικότητας” του αντίστοιχου προγράμματος της διεθνούς επιτήρησης (του “μνημονίου”) το οποίο μπορεί να συμβάλλει στην απαρτίωση των επιμέρους “μεταρρυθμιστικών” δραστηριοτήτων σε ενα “όλον” ενιαίας εθνικής πολιτικής υγείας. Κυρίως, η εξέλιξη αυτή αποτρέπει την προώθηση της νεοφιλελεύθερης προνοιακής εκδοχής του (λίαν μικρού) κρατικού συστήματος (για τους φτωχούς, τους ανέργους, τους ηλικιωμένους και του μετανάστες) υπό τον μανδύα του (ψευδο)σοσιαλδημοκρατικού ή του δήθεν (μετα)κομμουνιστικού εγχειρήματος της “ενιαίας κρατικής ασφάλισης” ελάχιστης κάλυψης. Στην πραγματικότητα πρόκειται -υπό το πρόσχημα ψευδοεπιστημονικών αναπτυξιακών κινήτρων- για τη σμίκρυνση και τη διχοτόμηση του υγειονομικού τομέα και τη “καταστροφή” των (εναπομεινάντων) μηχανισμών κοινωνικής συναίνεσης του κράτους πρόνοιας.
Είναι αληθές, οτι το πολιτικό σύστημα αλλά και η κοινωνία των πολιτών, εμφανίζει δυσχέρεια κατανόησης και χειραγώγησης των πολιτικών διαδικασιών αυξημένης πολυπλοκότητας, ιδιαίτερα στον υγειονομικό τομέα στον οποίο η κατάληψη του μηχανισμού λήψης αποφάσεων απο το συλλογικό ιατρικό μονοπώλιο προκαλεί στρεβλώσεις και κάνει ακόμη δυσχερέστερη τη “συναίρεση” των ατομικών προτιμήσεων σε ένα ενιαίο κοινωνικό σχέδιο.
Η χώρα χρειάζεται και δικαιούται, μια μεγάλη και αποδοτική “βιομηχανία” ιατρικής περίθαλψης η οποία συμβάλλει στη μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος και την αύξηση της απασχόλησης, βασίζεται στις αρετές της λιτής και χρηστής λειτουργίας και διασφαλίζει την ισότητα για τους χρήστες, την αποτελεσματικότητα για τους ασθενείς, την αξιοπρέπεια για τους πολίτες και τη δίκαιη κατανομή των βαρών για τους φορολογούμενους.
Το πολιτικό και επιστημονικό διλημμα είναι η αντιρρόπηση ανάμεσα στη λιτότητα και την αποδοτικότητα δηλαδή ανάμεσα στις διοικητικές πρακτικές περιστολής των πόρων και στις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες απελευθερώνουν πόρους και “παράγουν πλούτο”.
Υστερόγραφο
Ίσως από πολιτική και επιστημονική οπτική, να μην επιβεβαιώνεται στη παρούσα συγκυρία, όπως απεδείχθη “εκ των πραγμάτων”, η περίφημη ρήση ότι “μια μεγάλη αναταραχή είναι μια θαυμάσια ευκαιρία”, αλλά μπορεί να ενισχύεται από τη πολιτική έμπνευση ότι “μια σπίθα μπορεί να ανάψει φωτιά σε ολόκληρο το κάμπο”, αναφορά η οποία μπορεί να έχει εφαρμογή σε πλείονες -της υγείας- τομείς.
http://www.matrix24.gr/2015/08/i-omiopathitiki-stin-politiki-i-periptosi-tis-igias/