Η πληθώρα ιατρικού προσωπικού και η ανισοκατανομή του στον ελλαδικό χώρο σχετίζεται μεταξύ άλλων και με τον τρόπο επιλογής και άσκησης της ιατρικής ειδικότητας. Είναι ευρέως γνωστό ότι το ελληνικό ιατρικό δυναμικό αποτελεί πρώτης γραμμής εξαγώγιμο «προϊόν» στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Είναι όμως έτσι; Ή απλά αυτοί που τολμούν να δοκιμαστούν στο εξωτερικό, τις περισσότερες φορές είναι εκείνοι που ούτως ή άλλως θα διακρίνονταν όπου και να βρίσκονταν;
Η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς έχουμε γιατρούς δύο ταχυτήτων. Το πρόβλημα ξεκινά από τα προπτυχιακά χρόνια όπου οι λίγοι και με σκληρά εισαγωγικά κριτήρια εισαχθέντες άριστοι, βρίσκουν ή συγχωνεύονται με τουλάχιστο διπλάσιους συμφοιτητές αγνώστου ταυτότητας και προελεύσεως. Μεταγραφές με «σκοτεινά» κοινωνικά ή άλλα κριτήρια εμπλουτίζουν αρνητικά το μελλοντικό ιατρικό δυναμικό, κατεβάζοντας ήδη το φοιτητικό γνωστικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει κανείς σύμβουλος κατεύθυνσης – επιλογής ειδικότητας στον ιστό σπουδών της Ιατρικής, με αποτέλεσμα να επιλέγονται ειδικότητες σύμφωνα με φήμες, κληρονομικά – οικογενειακά δεδομένα, κοινωνική προβολή ή το χειρότερο οικονομικά οφέλη. Η ειδικότητα λοιπόν επιλέγεται στην τύχη, χωρίς κανένα κριτήριο πλην της χρονοεπετηρίδας.
Ετσι, γιατροί διαφορετικών προσόντων με μηδενικά κριτήρια καλούνται να στελεχώσουν το σύστημα Υγείας. Σε αυτούς προστίθεται και πλήθος πτυχιούχων του εξωτερικού, που η πλειονότητά τους είναι ανεπαρκής ή υπολειπόμενη σε γνωστικά και συμπεριφορικά προσόντα σε σχέση με τους πτυχιούχους της ημεδαπής. Κοινό μυστικό, ότι η συντριπτική πλειονότητα πτυχιούχων από χώρες όπως της πρώην Σ. Ενωσης, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας, της Ρουμανίας κι εν μέρει της Ιταλίας, υστερούν χαρακτηριστικά στον τρόπο άσκησης ειδικότητας, παρουσιάζοντας γνωστικά κενά που προβληματίζουν τους εκπαιδευτές τους.
Οι ειδικοί γιατροί που εκπαιδεύουν, με προεξέχοντα το διευθυντή κάθε κλινικής, μπορούν να είναι ελάχιστα παρεμβατικοί προς τον ειδικευόμενο. Η ποιότητα ειδίκευσης κάλλιστα χαρακτηρίζεται επαφιόμενη στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Χωρίς κανέναν ελεγκτικό μηχανισμό κατά τη διάρκεια της ειδικότητας, χωρίς εξετάσεις προόδου των ειδικευομένων, με μηδενική παρέμβαση των ιατρικών φορέων (Επιστημονικές Εταιρίες, Ιατρικοί Σύλλογοι, υπουργείο Υγείας) στο πόσες θέσεις ειδικευόμενων χρειάζονται, ποια προσόντα απαιτούνται και ποια προαπαιτούμενα στοιχεία επιτρέπουν την εξέλιξή τους, το πρόγραμμα εκπαίδευσης είναι στον «αυτόματο πιλότο». Οι διευθυντές και το μόνιμο προσωπικό δεν μπορούν παρά με νουθεσίες να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τους ασκούμενους και να τεστάρουν τον ταλαιπωρημένο νευρικό τους ιστό αν πρόκειται να συμμετέχουν και σε εκπαιδευτικά χειρουργεία.
Από την άλλη πλευρά σε πολλές περιπτώσεις οι ειδικευόμενοι θεωρούνται οι λαντζέρηδες της καθημερινότητας, όχι με σκοπό να εκπαιδευτούν, αλλά απλά για να «βουλώσουν τρύπες». Υπάρχουν κλινικές στις οποίες αυτο-εκπαιδεύονται ή στην καλύτερη περίπτωση εκπαιδεύονται από τους παλαιότερους ειδικευομένους. Δεν πρέπει να παραβλέπεται και το ιατρικό bullying τόσο από ειδικευόμενο προς ειδικευόμενο όσο και από ειδικούς προς ειδικευομένους, όπως επίσης και η πιθανή σεξουαλική παρενόχληση.
Η χωρίς κριτήρια εκπαίδευση όσον αφορά το είδος γνώσης, τον τρόπο και χρόνο μετάδοσής της και την έλλειψη αξιολόγησης προς κάθε πλευρά, εκπαιδευτές και εκπαιδευομένους, καθιστά αναγκαία τη δραστική μεταμόρφωση του συστήματος ειδικότητας. Αδιάβλητες εξετάσεις, αλλά και προσωπική συνέντευξη από την Επιστημονική Εταιρεία για την έναρξη της ειδικότητας. Συνεχής (ανά εξάμηνο και με εξετάσεις) αξιολόγηση των ειδικευόμενων από τα στελέχη της κλινικής, με αναφορές τους ανά έτος στην Επιστημονική Εταιρεία, αλλά και παράλληλα αξιολόγηση των εκπαιδευτών από τους εκπαιδευομένους (ανά έτος) που θα αποστέλλεται στην Επιστημονική Εταιρεία.
Δυνατότητα αλλαγής ειδικότητας, σε άλλο πεδίο, χωρίς τις αρχικές (δύσκολες) εξετάσεις έναρξης αλλά με σχετικά απλό και πρακτικό τρόπο (συνέντευξη-ευκολότερες εξετάσεις) ανάλογα με τον τομέα (εργαστηριακός- κλινικός- χειρουργικός). Συνεχής πληροφόρηση και βοήθεια των ειδικών προς τους ειδικευομένους, με σκοπό την «παραγωγή» καλύτερων γιατρών στο μέλλον. Συναδελφική κι όχι ανταγωνιστική αντιμετώπιση των νέων συναδέλφων με παράλληλα όμως αυστηρά κριτήρια ενδοκλινικής συμπεριφοράς, που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και κώδικα εξωτερικής εμφάνισης. Δυνατότητα διακοπής της ειδικότητας, αν χρειάζεται, κι άρνησης χορήγησης οποιασδήποτε ειδικότητας, αν κριθεί αναγκαίο, μετά από δύο έγγραφες συστάσεις από την Επιστημονική Εταιρεία. Η χορήγηση τίτλου ειδικότητας δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό χαρτί χρονοεξέλιξης, αλλά ουσιαστική αναγνώριση επιστημονικών και κοινωνικών προσόντων, μια που ο γιατρός οφείλει να είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος.
Τώρα το πόσο καλοί είναι οι εκπαιδευτές και ποιος αξιολογεί τους αξιολογούντες αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθω…
ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΣΜΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
παιδοχειρουργού, διδάκτορα Ιατρικής ΑΠΘ,
επιμελητή Α’ ΕΣΥ στο Ιπποκράτειο
Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
2 Σχόλια
Πραγματικά με λυπεί το γεγονός πως το λόμπυ των “καθηγηταδων” για άλλη μια φορά δικαιώνει την φήμη του, διαχωρίζοντας τους ιατρούς συναδέλφους τους σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς προβάλλοντας χαρακτηριστικά την ρατσιστική τους διάθεση ,προς ανθρώπους που καθημερινά στηρίζουν το ΕΣΥ και κάνουν το καλύτερο δυνατό ,σε Ρώσους,Ρουμάνους ,Βούλγαρους,κλπ αναλόγως της χώρας σπουδών..ο κομπλεξισμός που τους διακρίνει,καθώς και ο γνωστός νεποτισμός που επικρατεί και στον χώρο της υγείας είναι γνωστός.
Πραγματικά λυπάμαι για την διδακτορική σας ιδιότητα και είναι τραγελαφικο να αναγνωρίζετε την ανεπάρκεια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος απονομής ειδικοτήτων ,του οποίου συμμετέχετε ,και να μιλάτε για την ανεπάρκεια Ελλήνων ιατρών που ανεξαρτήτως ¨προελευσης σπουδών διακρίνονται καθημερινά στο εξωτερικό και ΜΟΝΟ στο εξωτερικό ,με πραγματικά αξιοκρατικά κριτήρια ,χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες του δικού σας επιπέδου .
Πραγματικά λυπάμαι.
Κ.Γιαννοπουλος
Το άρθρο σας θίγει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για τις ειδικότητες στην Ελλάδα και μεταφέρει προς τα έξω όλες τις σκέψεις πάρα πολλών γιατρών, ειδικευόμενων, φοιτητών ιατρικής. Θα ήθελα όμως να συμφωνήσω με τον κ. Γιαννόπουλο και να πω και εγώ ότι κάνετε πολύ μεγάλο λάθος που συνεχίζετε να διαιωνίζετε αυτούς τους ρατσιστικούς διαχωρισμούς που δεν έχουν καμία σχέση στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνίας μας, και κυρίως δεν έχουν θέση σε ακροατήρια που συνεχώς ακονίζουν το μυαλό τους με τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα, στηριζόμενα μόνο σε δεδομένα και όχι υποθέσεις.
Δεν έχει σημασία απο ποια χώρα είναι, πως μπήκε στη σχολή ή σε ποια χώρα βρίσκεται η σχολή στην οποία μπήκε ο κάθε φοιτητής ιατρικής – μελλοντικός ειδικεύομενος. Σημασία έχει το τι έκανε εφόσον του δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Αν δούλεψε, αν διάβασε, αν συμμετείχε και βγήκε καλός γιατρός είναι ισότιμος με όλους τους άλλους, και ιδιαίτερα με εμάς “τους καλούς, που πέρασαν με πανελλήνιες, της ημεδαπής”. Σταματήστε να προκαταλαμβάνεστε, και κοιτάξτε τις ικανότητες του ατόμου, όχι ότι γράφει το πτυχίο του. Δεν είμαστε σε μία πολιτεία των ΗΠΑ όπου ένα χαρτί με το “Harvard” αξίζει περισσότερο από ένα χαρτί από το “Yale” (π.χ., δεν γνωρίζω συγκεκριμένα, τυχαίο παράδειγμα). Εδώ, όπως είπατε και εσείς, δεν υπάρχει αξιολόγηση, άρα δεν γνωρίζετε πραγματικά τι γνώσεις κατέχει ο νέος ειδικευόμενος πριν τον ρωτήσετε.
Έχει γνωρίζει πάρα πολλούς αλλοδαπούς και Έλληνες φοιτητές “βαλκανικών χωρών” που οι γνώσεις τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τους αντίστοιχους μέσους φοιτητές Ελληνικών πανεπιστημίων. Σταματήστε να τους τσουβαλιάζετε όλους μαζί. Κρίνετε τους ισότιμα.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας,
Φοιτητής Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ