Η ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση και η μη εγκεκριμένη χρήση ενός ακριβού καρδιολογικού φαρμάκου σε ασθενείς της καρδιολογικής κλινικής του Τζάνειου Νοσοκομείου Πειραιά καθώς και οι ευθύνες των αρμόδιων γιατρών και υπαλλήλων αποτέλεσαν μέρος της έρευνας του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ), το πόρισμα του οποίου αποκαλύπτει σήμερα η «Εφ.Συν.».
Το πόρισμα αποδίδει σοβαρότατες ευθύνες στον τότε διευθυντή της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου και νυν συντονιστή της Καρδιολογικής Κλινικής, ο οποίος διετέλεσε στο παρελθόν και πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας.
Παράλληλα, εγκαλούνται η διοίκηση του Νοσοκομείου αλλά και διοικητικοί υπάλληλοι λόγω «αμέλειας και ατελούς εκπλήρωσης υπηρεσιακού καθήκοντος». Το πόρισμα ήδη διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά για τα περαιτέρω.
Η υπόθεση αρχίζει κάποια χρόνια πριν, στη «χρυσή εποχή» της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα.
Τότε είδαν το φως της δημοσιότητας καταγγελίες για τη διενέργεια δύο κλινικών ερευνών με τις ονομασίες Casino και Relive, όπου σύμφωνα με τα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, «230 άνθρωποι σε δύο κρατικά νοσοκομεία της Αθήνας, το “Τζάνειο” και τη “Σωτηρία”, έχουν εν αγνοία τους ενταχθεί σε ιατρικές μελέτες που γίνονται παράνομα» (εφημερίδα «Eθνος», Ιούνιος 2006).
Το 2010 αποφασίζεται η διενέργεια ελέγχου από την τότε διεύθυνση του ΣΕΥΥΠ, έπειτα από δημοσίευμα εφημερίδας.
Ακολούθησαν δικαστικές έρευνες, η υπόθεση πηγαινοερχόταν στο αρχείο, υπήρξε δίωξη για τη μία έρευνα εις βάρος του διευθυντή της Kλινικής αλλά κι ένα απαλλακτικό βούλευμα στη συνέχεια.
Παρ’ όλα αυτά η έρευνα του ΣΕΥΥΠ δεν ολοκληρώθηκε τότε και η υπόθεση εκκρεμούσε. Πλέον, φαίνεται πως ανοίγει ξανά και τον λόγο έχει η Eισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά.
Διά της πλαγίας οδού
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το 2005 ο διευθυντής της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής είχε κάνει τρεις φορές αίτηση προς το Νοσοκομείο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η κλινική μελέτη Relive που αφορούσε στο φάρμακο με τη δραστική ουσία λεβοσιμεντάνη (εμπορική ονομασία Simdax). Ωστόσο και τις τρεις φορές, το Επιστημονικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου απέρριψε την αίτηση.
Η αιτία της απόρριψης ήταν η εξής: «Βάσει του επισυναπτόμενου πρωτοκόλλου της Καρδιολογικής Κλινικής η χορήγηση του φαρμάκου θα δίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για ένα εξάμηνο, άρα μιλάμε για χρόνια χρήση του φαρμάκου για την οποία δεν υπάρχει έγκριση από τον ΕΟΦ».
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όμως, και για περίπου έναν χρόνο, η χρήση του εν λόγω φαρμάκου χτύπησε «κόκκινο» όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την Καρδιολογική Κλινική του Νοσοκομείου.
Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πόρισμα: «Υπήρξε αύξηση των παραδόσεων του φαρμάκου αυτού, από το φαρμακείο του Νοσοκομείου προς την καρδιολογική ΜΕΘ, σε σχέση με προηγούμενα ή επόμενα έτη, λόγω συνταγογράφησης που γινόταν από την καρδιολογική ΜΕΘ για συγκεκριμένους ασθενείς στους οποίους, μετά την αρχική εισαγωγή, γίνονταν εισαγωγές στο Καρδιολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου ανά τακτά, μηνιαία, διαδοχικά, χρονικά διαστήματα».
Η ανωτέρω διαπίστωση αποδεικνύει πως γινόταν χρόνια χορήγηση του Simdax στους ασθενείς, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου.
Η έρευνα κατέγραψε την ύπαρξη 63 χορηγήσεων του σκευάσματος από το φαρμακείο του Νοσοκομείου, οι οποίες δόθηκαν μέσω 79 συσκευασιών μετά από παραγγελία της καρδιολογικής ΜΕΘ, σε ασθενείς του Καρδιολογικού Τμήματος.
Σύμφωνα με το πόρισμα, γι’ αυτές «δεν υπήρχε έγκριση από τον ΕΟΦ… και δεν έπρεπε να γίνεται παρόμοια χορήγηση, εφόσον δεν είχε προηγηθεί άδεια από τον ΕΟΦ».
Για την ιστορία, η αξία των 63 χορηγήσεων του Simdax έφτανε τα 48.670 ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό πως στο ερώτημα του ΣΕΥΥΠ προς τη διοίκηση του Νοσοκομείου για την χρήση των 63 δόσεων, δεν υπήρξε απάντηση.
Η οικονομική ζημιά, ωστόσο, δεν μπορεί να υπολογιστεί στο σύνολό της, καθώς η έρευνα απέδειξε ότι κατά την τριετία 2004-2007 και παρά το γεγονός ότι το Νοσοκομείο είχε εγκατεστημένο πληροφορικό σύστημα, «α. δεν υπήρξε καταγραφή εισαγωγών ασθενών οι οποίοι προέκυψε ότι νοσηλεύονταν στο καρδιολογικό τμήμα, β. υπάρχει καταγραφή στο σύστημα, χορήγησης του Simdax σε ασθενή που δεν νοσηλευόταν και γ. υπήρξαν χορηγήσεις του φαρμάκου σε ασθενείς που νοσηλεύονταν και αυτές δεν καταγράφηκαν στο σύστημα, στις καταστάσεις του φαρμακείου».
Επιπλέον στο πόρισμα αναφέρεται πως αναζητήθηκαν οι φάκελοι νοσηλείας των εν λόγω ασθενών με τους περισσότερους εξ αυτών να είναι άφαντοι.
Απόδοση ευθυνών
Το πόρισμα των επιθεωρητών του ΣΕΥΥΠ αποδίδει ευθύνες στους εξής:
Στον τότε διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής και νυν συντονιστή διευθυντή του καρδιολογικού τμήματος στο Τζάνειο Νοσοκομείο, «καθόσον στο καρδιολογικό τμήμα το έτος 2005, υπήρξαν ενέργειες-δράσεις από ιατρούς του τμήματος που αφορούσαν στη χορήγηση σε συγκεκριμένους ασθενείς, του φαρμάκου λεβοσιμεντάνη (Simdax)», χωρίς, όπως αναφέραμε, να υπάρχει σχετική ένδειξη από τον ΕΟΦ για την τακτική χρήση του.
Επίσης, «η προκύψασα χρήση φαρμάκου κατά τρόπο που συνιστά «κλινική μελέτη» χωρίς άδεια, αποτελεί παράβαση του Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας όπου στο άρθρο 25 αναφέρει: «Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί νέα φάρμακα άγνωστης αποτελεσματικότητας ή να εφαρμόζει νέες θεραπευτικές ή διαγνωστικές μεθόδους αγνώστων συνεπειών, χωρίς την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή κλινικών μελετών»».
Με απλά λόγια το πόρισμα ουσιαστικά αναφέρει πως η μελέτη έγινε με… πλάγιο τρόπο στο Νοσοκομείο και όχι όπως είθισται να συμβαίνει, με έγκριση από το Επιστημονικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου και κυρίως με δωρεάν χορήγηση των φαρμάκων από την ενδιαφερόμενη εταιρεία.
Σε υπαλλήλους που ήταν προϊστάμενοι κατά το χρονικό διάστημα 2004-2007 στο καρδιολογικό τμήμα, στο φαρμακείο, στο γραφείο κινήσεως και στο τμήμα αρχείου λόγω παραλείψεων ενεργειών τους σχετικά με την καταγραφή των ασθενών.