Η διάκριση απονέμεται για πρώτη φορά σε φαρμακευτική εταιρεία και σε βιομηχανικά εργαστήρια γενικότερα. Μια ακόμη πολύ σημαντική διάκριση για το σημαντικό ερευνητικό της έργο έλαβε και φέτος η MSD, στην επέτειο των 125 χρόνων από την ίδρυσή της. Συγκεκριμένα, τα δυο ερευνητικά εργαστήρια της εταιρείας στο Rahway, N.J. και στο West Point, Pa. ανακηρύχθηκαν από την Αμερικανική Μικροβιολογική Εταιρεία (American Society for Microbiology – ASM), ως «Ορόσημα στην Μικροβιολογία» (“Milestones in Microbiology”) για την συμβολή τους στα φάρμακα κατά των λοιμωδών νοσημάτων και στα εμβόλια αντίστοιχα. Είναι η πρώτη φορά που ερευνητικά εργαστήρια μιας βιοφαρμακευτικής εταιρείας, αλλά και μιας βιομηχανίας εν γένει, λαμβάνουν αυτή την τιμητική διάκριση και αναγνώριση.
Το πρόγραμμα «Ορόσημα στην Μικροβιολογία» της Αμερικανικής Μικροβιολογικής Εταιρείας, βραβεύει θεσμικούς φορείς και επιστήμονες που συμβάλλουν ριζικά στην πρόοδο της μικροβιολογικής επιστήμης. Τα ερευνητικά εργαστήρια της MSD έλαβαν την διάκριση αυτή, για τις παρακάτω πρωτοποριακές (μεταξύ άλλων) ανακαλύψεις:
-
Την εξέλιξη της δεξαμενής βαθιάς ζύμωσης, σε συνεργασία με άλλες φαρμακευτικές εταιρείες και κυβερνητικούς φορείς, που άνοιξε τον δρόμο για την μαζική παραγωγή της πενικιλίνης
-
Την συνεργασία με τον Selman Walksman του Πανεπιστημίου Rutgers, N.J. που αποτέλεσε μια από τις πρώτες επίσημες συμπράξεις ιδιωτικών εταιρειών με την ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία οδήγησε στην απόδειξη ότι η στρεπτομυκίνη ήταν αποτελεσματική στη θεραπεία της φυματίωσης
-
Την θέσπιση ενός προγράμματος ελέγχου φυσικών ουσιών, που επέτρεψε στους ερευνητές της MSD να αναπτύξουν πολλά αντιβιοτικά φάρμακα, καλλιεργώντας και ελέγχοντας δείγματα οργανισμών που είχαν ληφθεί από όλα τα μέρη του κόσμου
-
Την ανάπτυξη της θεραπείας για την τύφλωση των ποταμών (ογκοκερκίαση), για την οποία το μέλος των ερευνητικών εργαστηρίων της MSD, William Campell έλαβε το βραβείο Nobel 2015 Φυσιολογίας ή Φαρμακευτικής
-
Την ανάπτυξη μιας ευρείας γκάμας εμβολίων για την πρόληψη πολλών ιογενών και βακτηριακών λοιμώξεων. Επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος ήταν ο πρωτοπόρος λοιμοξιολόγος Dr. Maurice Hilleman