Η προ έτους σχεδόν, μετωπική σύγκρουση αφενός της αρμόδιας πολιτικής έκφρασης για την ευθύνη διαχείρισης των θεμάτων υγείας και ιατρικής περίθαλψης της χώρας και αφετέρου των συνδικαλιστικών εκπροσώπων του ιατρικού σώματος, των ασθενών και άλλων φορέων του υγειονομικού τομέα (σχετικά με την χρονική περιοδικότητα και τη καταλληλότητα των υπό στόχευση ομάδων ηλικιών) για το διαγνωστικό έλεγχο ανίχνευσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας υπήρξε θορυβώδης, οξεία και μη δημιουργική.
Παρά το γεγονός αυτό, το θέμα μετά τη παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, δεν εχει εισέτι επιλυθεί και ακόμη περισσότερο δεν εχει επαρκώς κατανοηθεί (ή τουλάχιστον επαναπροσδιοριστεί) ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα εύρεσης μιας κοινής βάσης για την αναζήτηση μιας παραγωγικής λύσης, δεδομένου οτι η διαχρονική εξέλιξη των δεικτών αποτρεπτής θνησιμότητας απο ορισμένες μορφές νεοπλασμάτων, (όπως για παράδειγμα οι καρκίνοι του τραχήλου της μήτρας, του μαστού και του παχέος εντέρου), εμφανίζει στασιμότητα ή/και επιδείνωση.
Η διαπίστωση αυτή, σχετιζόμενη με τη θεαματική αύξηση των ανθρώπινων και τεχνολογικών πόρων καθώς επίσης της θεαματικής βελτίωσης των δυνατοτήτων της βιοϊατρικής και φαρμακευτικής τεχνολογίας στους τομείς αυτούς, εγείρει μείζονα ερωτήματα για την ιατρική αποτελεσματικότητα στη χώρα και για τη καταλληλότητα των ακολουθούμενων πρακτικών άσκησης της υγειονομικής πολιτικής.
Το ενδιαφέρον στη περίπτωση αυτή -απο επιστημονική και πολιτική οπτική- ειναι οτι ενώ η μια πλευρά υποστηρίζει (ορθώς) την, ανά διετία, διαγνωστική ανίχνευση για τον προσυμπτωματικό έλεγχο (screening) των υγιών και η άλλη (επίσης, σχετικά ορθώς υπό τη προϋπόθεση ύπαρξης και ανάπτυξης κλινικών οδηγιών και ιατρικών πρωτοκόλλων) την, κατά περίπτωση, διαδικασία κλινικοεργαστηριακής εκτίμησης για τη παρακολούθηση (monitoring) των ασθενών , εντούτοις δεν ανευρίσκονται σημεία σύμπτωσης και συναίνεσης.
Δηλαδή, αμφότερες και σχετικά ορθές προσεγγίσεις οδηγούν σε μια “άλλη αντ’ άλλων” συζήτηση με αδιέξοδη (και βλαπτική) κατάληξη.
Το σοβαρό πρόβλημα στη περίπτωση αυτή, δεν ανευρίσκεται στη παράδοξη και προφανώς μη ορθολογική προσέγγιση της συγκρουσιακής επιλογής, αλλά στο γεγονός οτι μεταξύ των “εταίρων” του υγειονομικού τομέα δεν υπάρχει “κοινή γλώσσα” και κατά συνέπεια συναινετικός “τροπισμός” για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων στη πολιτική υγείας οι οποίες έχουν σημαντική συμβολή στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού.
Προφανώς δεν πρόκειται για μια συμπτωματική αστοχία πολιτικής διαπραγμάτευσης ή ακόμη για διαφορετική “φιλοσοφία” προσέγγισης του θέματος, αλλά για μια “σκοτεινή” (και δυσερμήνευτη) επιλογή η οποία σχετίζεται με τη “κρατούσα” πολιτική και κουλτούρα, η οποία όμως οδηγεί στην (επίσης δυσερμήνευτη) ιδιότυπη “στάση” (τύπου veto) του συλλογικού ιατρικού μονοπωλίου δια του οποίου επιβάλλεται η αδράνεια και η παλινδρόμηση υπό την ανοχή (ή/και τη συμπαιγνία) του πολιτικού συστήματος.
Υπό το πρίσμα αυτό, τίθεται το ερώτημα: “ποιος φοβάται την εισαγωγή του screening στην υγεία;”, και υπό το πρόσχημα διαδικαστικών προϋποθέσεων ή άλλων προσχηματικών φραγμών εμποδίζει την εφαρμογή τους ή σε κάθε περίπτωση τη συζήτηση για την αναζήτηση μιας εθνικής πολιτικής,για το προσυμπτωματικό έλεγχο, βασισμένης σε τεκμήρια.
Έν κατακλείδι, ως απάντηση και κατά παράφραση,φαίνεται ότι πρόκειται για μια (μη) συνάντηση η οποία εξελίσσεται σε μια “συνομωσία” του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος κατά των πολιτών, δεδομένου ότι ο προσυμπτωματικός έλεγχος απατεί (μόνον) καλή κλινική διαχείριση ενώ η (καθυστερημένη) θεραπευτική αντιμετώπιση δεσμεύει δαπανηρή βιοϊατρική και φαρμακευτική τεχνολογία. Τα φαινόμενα αυτά ευνοούν την μη ορθολογική και μη αποδοτική χρήση των πόρων, προάγουν ανεπίτρεπτα τον προσδιορισμό των αναγκών υγείας με κριτήρια τα οποία τίθενται απο το ιατροτεχνολογικό σύμπλεγμα και παρακινούν σε πρακτικές ιδιοποίησης του κοινωνικού πλεονάσματος και εγκατάστασης μιας παράλληλης “μαύρης” οικονομίας.
Υποσημείωση:
Η χώρα συνεχίζει να μην διαθέτει (μόνη σχεδόν μεταξύ των προηγμένων χωρών) εθνικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου και ως εκ τούτου καταβάλλει βαρύτατο υγειονομικό, οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Συνήθως η εκπόνηση πλήρων εθνικών προγραμμάτων συστηματικού προσυμπτωματικού ελέγχου, τα οποία συγχέονται (κακώς και ενίοτε δολίως) με το check-up ή τις “εργαστηριακές εξετάσεις”, διαδικασίες απο τις οποίες απουσιάζει η αναγκαία κλινική απαρτίωση. Σε πάσα περίπτωση, η προσέγγιση αυτή συνιστά πολιτικοεπιστημονική παρέμβαση η οποία θεμελιώνεται στην οικονομική αξιολόγηση του κόστους και των επιπτώσεων (αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας και χρησιμότητας) και στην εισαγωγή της διάστασης των συμπεριφορικών οικονομικών (κίνητρα bonus-malus, φορολογία “αμαρτίας”), υπό την προϋπόθεση πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης, συστήματος ευχερούς παραπομπής και επαρκους διοικητικής και οικονομικής υποστήριξης.
Γιάννης Κυριόπουλος
Πηγή. http://www.matrix24.gr/2015/08/politiki-ke-iatriki-o-prosimptomatikos-elegchos-sto-karkino/