Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί μια χρόνια νόσο που απαιτεί συνεχή και προσεκτική ιατρική φροντίδα από ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, όχι μόνο για την καθημερινή ρύθμιση του σακχάρου αίματος και την επίτευξη του γλυκαιμικού ελέγχου, αλλά και για την ορθή διαχείριση και αντιμετώπιση άλλων παθήσεων, νοσημάτων και επιπλοκών που σχετίζονται με το σακχαρώδη διαβήτη, όπως είναι το διαβητικό πόδι, οι παθήσεις των νεφρών και των οφθαλμών, οι λοιμώξεις κ.α. Ο κατάλληλος και έγκαιρος εμβολιασμός των διαβητικών ασθενών από τον ειδικό γιατρό τους, θωρακίζει την υγεία του οργανισμού των διαβητικών ασθενών από λοιμώξεις που δυνητικά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πολύ σοβαρές παθήσεις, με ανάγκη πολλές φορές για νοσοκομειακή νοσηλεία και δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις, μοιραία κατάληξη. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC – Centers for Disease Control and Prevention) των Η.Π.Α. και την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA – American Diabetes association), ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι απαραίτητος στους διαβητικούς ασθενείς και πρέπει να γίνεται κάθε έτος. Η γρίπη είναι συχνή νόσος που σχετίζεται με υψηλή θνησιμότητα και νοσηρότητα σε ευαίσθητους πληθυσμούς, όπως οι ηλικιωμένοι, αλλά και οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα. Επιστημονικές μελέτες έδειξαν πως ο αντιγριπικός εμβολιασμός μείωσε την ανάγκη για νοσοκομειακή νοσηλεία των διαβητικών ασθενών κατά 79% στην περίοδο έξαρσης της εποχικής γρίπης. Όπως συμβαίνει με τον αντιγριπικό εμβολιασμό, κατά τον ίδιο τρόπο, ο εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου είναι αναγκαίος, διότι μειώνει σημαντικά την νοσηρότητα και θνησιμότητα των διαβητικών ασθενών που θα νοσήσουν από την πνευμονιοκοκκική νόσο. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση της πιο επικίνδυνης μορφής πνευμονιοκοκκικής λοίμωξης, δηλαδή πνευμονιοκοκκικής βακτηριαιμίας (συνήθως μετά από πνευμονιοκοκκική πνευμονία), παρουσιάζοντας ποσοστά θνησιμότητας έως 50% επί εκδηλώσεως της παραπάνω σοβαρής μορφής της νόσου. Ο αντιπνευμονιοκοκκικός εμβολιασμός λοιπόν είναι αναγκαίος και καθορίζεται από τον ιατρό του ασθενούς, βάση της ηλικίας του ασθενούς και των προβλημάτων υγείας που παρουσιάζει, σύμφωνα με τις διεθνείς ιατρικές κατευθυντήριες οδηγίες. Επιπλέον, είναι σημαντικό και πρέπει να αναφερθεί ,πως συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 2 παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά ηπατίτιδας Β, που ενδεχομένως οφείλεται σε λανθασμένη επαφή με μολυσμένο αίμα ή μέσω μη ορθής χρήσης εξοπλισμού των διαβητικών (λανθασμένη ή ατυχής χρήση σκαρφιστήρων νυγμού δακτύλων για μέτρηση σακχάρου του αίματος, βελόνων ινσουλίνης κτλ). Λόγω της συχνής επαφής και χρήσης αιχμηρών αντικειμένων και της υψηλότερης εκ τούτου πιθανότητας μετάδοσης της ηπατίτιδας Β σε διαβητικούς ασθενείς, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC – Centers for Disease Control and Prevention) των Η.Π.Α. και η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA – American Diabetes association), βάση μελετών, συστήνουν τον εμβολιασμό κατά της ηπατίτιδας Β στους ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη. Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ιδιαίτερα, πως όλοι οι εμβολιασμοί πρέπει να γίνονται κατόπιν οδηγίας και εκτίμησης των διαβητικών ασθενών από τον ειδικό γιατρό τους.
Μαρία Β. Μπαλογιάννη, Ειδικός Παθολόγος, Μετεκπαιδευθείσα στο Σακχαρώδη Διαβήτη στο Διαβητολογικό Κέντρο της Α’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Λαϊκό Νοσοκομείο. & Κωνσταντίνος Γ. Κρητικός, Επιμελητής Α’ Παθολογίας, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Μετεκπαιδευθείς στο Σακχαρώδη Διαβήτη στο Διαβητολογικό Κέντρο της Α’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Λαϊκό Νοσοκομείο, Reader at Oxford University Press, United Kingdom.