Λίγο μετά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα ξημερώματα πρωτοχρονιάς ο Κωσταντίνος, ο «Κωστάκης μας» που λέει ακόμη με λαχτάρα για τον κανακάρη της η μανούλα του η γιαγιά Ευγενία, δεν είχε κοιμηθεί ακόμη και ανακάτευε αργά-αργά τη στάχτη σπρώχνοντας ένα ακόμη κούτσουρο ελιάς προς το αχόρταγο στόμα της φωτιάς στο τζάκι. Τα τέσσερα παιδιά του από τρείς γάμους και η Θέλξη, η τρίτη στη σειρά σύζυγος του Κωνσταντίνου μέσα σε δώδεκα χρόνια, είχαν αποκοιμηθεί βαθιά μετά τον πανικό της γιορτής της παραμονής. Όλοι οι προσκαλεσμένοι της βραδιάς εκείνης είχαν αναχωρήσει για τα σπίτια τους και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήταν ο Κωνσταντίνος με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά, ο Ορφέας φίλος του μεγαλύτερου γιού του και η γριά μάννα του Κωνσταντίνου η γιαγιά Ευγενία.
Το πάτωμα του σπιτιού ήταν γεμάτο σκισμένα ακριβά χαρτιά περιτυλίγματος, άδεια κουτιά και πακέτα, πολύχρωμες κορδέλες. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα φορητά play station, οι κασέτες, τα CD, τα DVD, οι δεκάδες εξωτικές Barbie, τα ρούχα μάρκας, οι τιράντες, οι πολυτελείς γραβάτες ήσαν απλωμένα παντού στα τραπέζια, της καρέκλες, άλλα κρεμασμένα, άλλα πρόχειρα ταχτοποιημένα στα μισάνοιχτα κουτιά τους πρόδιναν τα φώτα της γιορτής που μόλις είχαν σβήσει. Τα παιδιά είχαν βαρεθεί τα δώρα που παραλάμβαναν συνέχεια αυτό το διάστημα από τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά, και επειδή στο σπίτι υπήρχε και ένας Γιάννης θα συνεχίζονταν η επιδρομή των Μάγων μέχρι και του Αγιαννιού που θα αρχίσουν τα σχολεία. Έτυχε πολλές φορές να ανοίξουν και τρείς φορές το ίδιο ακριβό δώρο μέσα στις γιορτές τόσο πλέον μπουχτισμένα ήσαν όλα τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι από τη απίθανη πασαρέλα των αγαθών. Και όμως γκρίνιαζαν συνέχεια και φιλονικούσαν μεταξύ τους και όταν σταματούσαν να γκρινιάζουν ακολουθούσε η τηλεθέαση και η πολύωρη θητεία στο play station από νωρίς το απόγευμα μέχρι το βράδυ. Τα παιδιά του Κωνσταντίνου βαριόντουσαν σε πολύ λίγο χρόνο τα πάντα, όλα τα πράγματα και τα πρόσωπα με τα οποία ερχόντουσαν σ’επαφή. Τα σχολεία, τα παιχνίδια, τα σπόρ που τα άλλαζαν από το ένα στο άλλο με μανία, τους θείους, τις θείες, τους φίλους, τους νονούς. Βέβαια ήσαν όλη την ώρα, όσο δεν έκαναν δραστηριότητες, κλεισμένα στο πολυτελές φρούριο του Κωνσταντίνου στα βόρεια προάστεια. Για να κάνουν όλες τις δραστηριότητες τους τα παιδιά μπαινόβγαιναν από το τετράλιτρο τεθωρακισμένο τζίπ του πατερούλη ή από το δίλιτρο αυτοκινητάκι της της άλλης τους μαννούλας. Σπίτι-σχολείο με το σχολικό, σπίτι-μπάσκετ, σπίτι-τένις, σπίτι-κολυμβητήριο πάντα με το αυτοκίνητο. Και βέβαια σχολείο ακριβό ιδιωτικό, κολλέγιο, ιδιωτικά μαθήματα στο σπίτι, τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες το κάθε παιδί, χειμερινές διακοπές, μαθήματα σκί, δυό φορές το χρόνο ταξίδια στο εξωτερικό με τον μπαμπά η κάποια από τις τρείς μαμάδες. Όμως όποιος τα ρωτούσε πως περνάνε πάντα είχαν κάποιο παράπονο, κάτι να γκρινιάξουν, κάτι ακόμα να ζητήσουν. Δεν χαμογελούσαν ποτέ αυθόρμητα και πιανόντουσαν στο ξύλο, ιδιαίτερα τα αγόρια, ασταμάτητα, χωρίς τελειωμό, πολλές φορές έπρεπε να επέμβουν και δύο μαζί μεγαλύτεροι για να σταματήσει ο ξυλοδαρμός.
Ο Κωνσταντίνος άφησε απ΄τα χέρια του νωχελικά το μεταλλικό ματζούνι που έσπρωχνε τα ξύλα στο τζάκι και αφέθηκε στη γλυκειά ζεστασιά. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είναι η πιο ευνοική στιγμή να κάνεις κανείς όνειρα, ο Κωνσταντίνος ταξίδεψε αναπόφευκτα στη χώρα της Μνημοσύνης και έφερε στο νού το όραμα του πατέρα του, του δάσκαλου, του σεβαστού κυρ-Παναγιώτη της γειτονιάς που μεγάλωσε την δεκαετία του ΄60.
Ήσαν αυτές οι γιορτές, γιορτές κάπως αλλιώς, γιορτές μιας φτωχικής συνοικίας της Αθήνας. Η νοικοκοιρά, η κυρά του οίκου δηλαδή, η «μαννούλα» κυρά Ευγενία έφτιαχνε μαζί με τα παιδιά της κάθε χρόνο τα χριστουγεννιάτικα στολίδια με χαρτόνια και χρωματιστές κορδέλλες. Ο «Κωστάκης» ήταν μάλιστα μεγάλο ταλέντο στη χαρτοκοπτική και καμάρωνε σα σκεπάρνι για τις καινούργιες του επινοήσεις κάθε Χριστούγεννα. Κάθε χρόνο κατέβαινε από το πατάρι το σκονισμένο χάρτινο μπαούλο με τα στολίδια της προηγούμενης χρονιάς και το ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο και έτσι άρχιζε το στόλισμα του δέντρου και το στήσιμο της χάρτινης φάτνης με το χρωματιστό λαμπιόνι στη βάση. Το σπίτι μύριζε μελομακάρονο και κουραμπιέ από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων. Από τα ξημερώματα της παραμονής, πουρνό-πουρνό, όλα τα παιδιά με τα τρίγωνα τους είχαν επισκεφτεί όλα τα σπίτια και οι πόρτες ήσαν ανοιχτές ολούθε για να ακούσουν τα κάλαντα. «Να τα πούμε;» «Μας τάπανε, μας τάπανε, αλλά πέστε τα και σεις!». Όλα τα παιδιά περίμεναν το χέρι με το κέρμα, τη δραχμούλα, την δεκάρα, το πενηνταράκι αναλόγως του εισοδήματος. Πολλές φορές υπήρχε μόνο μελομακάρονο η κουραμπιές, ένα απλό φίλεμα όταν είχαν τελειώσει ή δεν υπήρχαν καν τα κέρματα. Πριν από το μεσημέρι της παραμονής των Χριστουγέννων είχαν οι γονείς αγοράσει το φρέσκο μαρούλι, τη βαρελίσια φέτα ή το κασέρι και τη ρετσίνα από το μπακάλικο της γειτονιάς. Πάντα υπήρχαν τα πεσκέσια από τους γείτονες, μέρες που ήταν, προς τον κυρ-Παναγιώτη το δάσκαλο. Φρέσκο ψάρι που σπαρταρούσε, ζεστά ζυμωτά ψωμιά από τα χέρια της γειτόνισας, κάστανα από το χωριό, δίπλες από τον καλαματιανό γείτονα.
Το πρωί-πρωί των Χριστουγέννων τα παιδιά είχαν φορέσει τα καλά τους και ροβολούσαν με τη μάνα Ευγενία για την εκκλησία πολύ αργότερα απ’ τον δάσκαλο που είχε φτάσει από τα μαύρα χαράματα στο αναλόγιο για να ψάλει. Η Ευγενία ήταν περήφανη για τα μπλέ σκούρα κουστουμάκια του «Κωστάκη» και του «Τασούλη» που είχαν αγορασθεί από το κατάστημα Δραγώνα και τα καφετιά και κόκκινα σκαρπίνια από το Μούγερ. Μέχρι να κατηφορίσει ο ήλιος της μέρας των Χριστουγέννων πρός τη δύση του τα κουστουμάκια είχαν γεμίσει λάσπες και χώματα και τα σκαρπίνια είχαν αρχίσει να γδέρνονται από τις μάχες με τη μπάλλα στις αυλές και τις αλάνες. Το μεσημέρι των Χριστουγέννων το φαγητό ήταν έτοιμο. Άλλες φορές ψητό του φούρνου με πατάτες και μουστάρδα ΕΚΜΑ στο γιάλινο μπουκαλάκι, άλλες φορές μοσχάρι σούπα, με σέλινο, καρότα, κρεμμύδια και πατάτες, σπανιώτερο ψάρι σούπα που μύριζε σαν αχινός. Τα παιδιά έπιναν νεράκι, οι μεγάλοι ρετσίνα ή τη γλυκιά μαυροδάφνη που βαρούσε κατακέφαλα αν το παρατραβούσες πίνοντας λίγο παραπάνω.
Το βράδι των Χριστουγέννων άρχιζαν οι ανταλλαγές επισκέψεων, γιόρταζαν οι Χρήστηδες, ξαδερφάκια και θείες πήγαιναν και ερχόντουσαν. Οι χαρούμενες φωνές ανακατεύονταν με τη μουσική από το ραδιοπικάπ, δίσκοι σαράντα πέντε στροφών «Άγια νύχτα» «η παιδική χορωδία της Βιέννης σε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια», «το τσουλούφι που σου πέφτει από το μαλλάκι σου», αλλά και «Γούναρης», «Λόντρα-Παρίσι-Αθήνα», «το σύννεφο έφερε βροχή» του νέου τότε συνθέτη Μάνου Χατζηδάκι που μπορούσες να βρείς μόνο στο σπίτι του δάσκαλου κυρ-Παναγιώτη που ήτανε ψαγμένος. Τα ξαδέρφια του «Κωστάκη» και του «Τασούλη» που είχαν ήδη μπεί στην εφηβεία αηδίαζαν με όλη αυτή την Χριστουγεννιάτικη «σαχλαμαρίστικη μουσική» και έβαζαν στο πικάπ τα άλλα, τα αμερικάνικα, Μπίλ Χάλει, Έλβις, Τζέρυ Λη Λούις. Αργά το βράδυ των Χριστουγέννων ο δάσκαλος άρχιζε μεγαλόφωνα να διαβάζει διηγήματα του Παπαδιαμάντη σε μιά γλώσσα που άλλοι καταλάβαιναν και άλλοι μισοκαταλάβαιναν. Η θειά Αχτίτσα το Ζερμπινιώ με τα δύο ορφανά που είχαν ξαπαγιάσει παραμονή Χριστουγέννων από το κρύο, ο Γιάννης και η ακολουθία του που ανέβηκαν μέσα στη χιονοθύελλα να ανάψουν τα κεριά και να λειτουργήσουν πάνω στο Χριστό στο Κάστρο. Διάβαζε ο πατέρας, ο κυρ-Παναγιώτης, και το πρόσωπο του σα να είχε φωτισθεί κιόλας από το φώς των κεριών που άναψε η ακολουθία των πιστών μόλις έφτασε στο ναό του Χριστού στο Κάστρο. Δώρα δεν υπήρχαν για τα Χριστούγεννα και όλα τα δώρα, σε μικρούς και μεγάλους, έφερνε ο Αη-Βασίλης το βράδυ της αλλαγής του χρόνου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τα δώρα τριγύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μπορούσες να τα μετρήσεις εύκολα, υπήρχαν το πολύ δύο, άντε τρία διαφορετικά χαρτιά περιτυλίγματος. Ο Αη-Βασίλης έρχονταν πάντα από την Καισάρεια και όχι από τη Λαπωνία, τον έλεγαν Βασίλη και ήταν επίσκοπος και αδύνατος σαν ακτινογραφία. Δεν ήταν ο Santa, ο χοντρούλης βασιλιάς της κατανάλωσης και του χρυσού περιτυλίγματος που δεν σταματάει να ικανοποιεί ανιαρά αιτήματα των χορτασμένων και βαριεστημένων παιδιών που του φωνάζουν συνέχεια «κι’ αυτό, και το άλλο, κι’αυτό βάλτα όλα στο σακκούλι σου, θέλω, θέλω, θέλω…..
Άκουσε αυτό το «θέλω, θέλω, θέλω» να κορυφώνει την ένταση του και να σουβλίζει τα αυτιά του και τότε ο Κωνσταντίνος άρχισε να βγαίνει από την ονειροπόληση του επιστρέφοντας στην πραγματικότητα. Όλοι οι άλλοι της οικογένειας κοιμόντουσαν ακόμη. Η ανάμνηση του πατέρα, του δάσκαλου που χάθηκε σχετικά νέος από καρκίνο όταν ο Κωνσταντίνος ήταν φοιτητής στο Πολυτεχνείο έφερε υγρασία στα μάτια του. Κατάλαβε ότι είχε πολύ καιρό να δακρύσει και ένοιωσε παράξενα. Μέσα στη νύχτα του γεννήθηκε η επιθυμία να βγεί από το σπίτι και να κάνει μιά βόλτα στην πόλη που είχε μόλις υποδεχθεί το νέο χρόνο. Έπιασε αστραπή τα κλειδιά από την τσέπη του μπουφάν του και μέσα σε λίγα λεπτά το πολυτελές τεθωρακισμένο του γλιστρούσε αθόρυβα στη νύχτα. Έβαλε το καλοριφέρ όχι γιατί ένοιωθε να κρυώνει αλλά για να ξεθαμπώσει τα τζάμια και έτσι να βλέπει καλύτερα έξω. Ο δρόμος ήταν έρημος μέσα στη νύχτα και το ταχύμετρο στο τζίπ του Κωνσταντίνου έδειξε τα 120 χιλιόμετρα την ώρα μέσα σε δευτερόλεπτα. Άφησε πίσω του πολύ γρήγορα τα πολύχρωμα φώτα και τα λαμπιόνια της πόλης και όταν άρχισε να φαίνεται πάλι το δάσος σταμάτησε απότομα. Μετακινήθηκε λίγα μέτρα μπρος και αμέσως παρκάρισε εύκολα στη δεξιά μεριά του δρόμου. Έσβησε όλα τα φώτα του αυτοκινήτου, κατέβασε το τζάμι και άρχισε να ρουφάει άπληστα τον παγωμένο αέρα με ένα αίσθημα απόλαυσης.
Ο «Κωστάκης», το παιδί του δάσκαλου, ήταν άριστος μαθητής και υπόδειγμα συμπεριφοράς στο δημοτικό, το γυμνάσιο αλλά και στο λύκειο. Δεν είχε δώσει ποτέ σημάδια επαναστάτη στο χαρακτήρα του και δεν είχε εκρηκτική εφηβεία. Ήταν και ώραίο, ψηλό και αθλητικό παιδί και πάντα οι όμορφες συμμαθήτριες του τον γουστάριζαν και προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν με κάθε τρόπο. Εκείνος ήταν παντελώς αδιάφορος για οποιαδήποτε είδους σχέση εκείνη την εποχή. Το μόνο που έκανε πολύ ήταν να διαβάζει τα πάντα. Λογοτεχνία, ποίηση, ιστορία, φυσική, μαθηματικά. Είχε χάρισμα με τους αριθμούς και τη γεωμετρία και έτσι μπήκε εύκολα στο Πολυτεχνείο, χωρίς φροντιστήρια και απ’ τους πρώτους. Ο δάσκαλος κυρ-Παναγιώτης καμάρωσε για την πρώτη αυτή επιτυχία του κανακάρη του αλλά δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει όλες τις επιτυχίες του Κωστάκη στη συνέχεια αφού έφυγε για τον άλλο κόσμο μετά σύντομη πάλη με τον καρκίνο όταν ο Κωστάκης ήταν στο δεύτερο έτος της σπουδής του στη σχολή των Ναυπηγών του Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Η κυρία Ευγενία, η μαννούλα, αφού προσγειώθηκε απότομα στην αδηφάγα πραγματικότητα έδωσε στη συνέχεια τη μάχη της επιβίωσης με μόνο όπλο την πενιχρή σύνταξη του χαρισματικού ανθρώπου και έντιμου δάσκαλου κυρ-Παναγιώτη. Ευτυχώς και τα δυό της καμάρια με όπλο τον ατσάλινο χαρακτήρα αλλά και το πιθανά ποιοτικό γενετικό υλικό του κυρ-Παναγιώτη προχώρησαν στις σπουδές τους, έπαιρναν υποτροφίες, και όπου και άν βρέθηκαν ήσαν πολύτιμοι, έτσι έζησαν ανεξάρτητα και άνετα από πολύ νωρίς. Ο ένας, ο Τασούλης έγινε πλαστικός χειρουργός και ο άλλος ο Κωστάκης μας ναυπηγός.
Κάποια στιγμή, μετά από μια αστραφτερή σκέψη που έπεσε στο μυαλό του σαν κεραυνός, ο Κωνσταντίνος η Κωστάκης αποφάσισε ότι η μεγάλη του κλίση είναι τα οικονομικά και αποφάσισε να πάει στην Αμερική να μάθει οικονομικά. Και εκεί απέδειξε ότι μπορεί να τα καταφέρει και όχι μόνο να τα καταφέρει αλλά και να πρωταγωνιστήσει. Πήγε και πήρε μεταπτυχιακό από το ΜΙΤ, ακολούθησε μετά φωτεινή καριέρα στο πανεπιστήμιο Columbia, δούλεψε σε μια φημισμένη χρηματιστηριακή εταιρεία στην Αμερική με τεράστιες αμοιβές, όπου κι αν πέρασε κατάφερε να δείξει ότι δεν είναι κοινός θνητός, εγω είμαι δω πάνω και σεις εκεί κάτω ήταν το συμπέρασμα που έβγαινε από όλες τις δουλειές που έκανε. Απόκτησε γνώση, χρήμα και εξουσία και αυτές οι τρείς ιδιότητες τραβάνε πολύ τις ωραίες γυναίκες. Επιτέλους ότι δεν έκανε στην εφηβεία του ο Κωστάκης το έκανε τώρα σε πολλαπλάσιο βαθμό. Δεν άφησε γυναίκα για γυναίκα που του κάθησε όταν έβρισκε χρόνο από τις δουλειές και τα ταξίδια του. Και οι σχέσεις του όμως ήσαν στη σκιά της καριέρας του, ποτέ δεν ένοιωσε να δονείται κάτι μέσα του για μια γυναίκα. Και ποτέ βέβαια δεν πίστεψε ότι μια γυναίκα μπορεί να τον αγαπήσει για αυτό που είναι στο βάθος-βάθος, είχε πιστέψει ότι γενικά οι άνθρωποι του δείχνουν συμπάθεια λόγω της επιτυχίας και της καλής του οικονομικής κατάστασης. Δεν ήταν ποτέ πιστός σε μιά γυναίκα και τις άλλαζε αδίστακτα σαν τα πουκάμισα. Επειδή η κυρία Ευγενία, η μαννούλα του, του πιπίλισε τα αυτιά σαν άνθρωπος άλλης εποχής που ήταν, ότι πρέπει να «νοικοκυρευτεί και να κάμει οικογένεια» παντρεύτηκε τότε επιπόλαια την αμερικανίδα γραμματέα του την Σίσσυ. Ήταν μια σπαθάτη και όμορφη ξανθιά αμερικάνα του νότου που την είχε εξιτάρει στον Κωστάκη το γεγονός ότι ήταν και «θερμός» άντρας λόγω μεσογειακής καταγωγής. Μια Θεία της Σίσσυς είχε κάνει έναν επιτυχημένο γάμο διαρκείας με έναν ιταλό μετανάστη από το Παλέρμο, έτσι η Σίσσυ δυστυχώς θεώρησε ότι ο Κωστάκης ήταν ο Λατίνος εραστής από την Αθήνα.
Ο Κωνσταντίνος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον ούτε για την Σίσσυ ούτε για το γάμο του και αφού έκανε μαζί της δυο αγόρια την παράτησε υποτίθεται για την αγκαλιά μιάς αισθησιακής αργεντίνας χορεύτριας του κλασσικού μπαλέτου, της Φλάβιας, που είχε εγκατασταθεί από παιδί στην Αμερική. Παντρεύτηκε τη Φλάβια, που είχε και εμμονή με το γάμο λόγω καταγωγής από θρήσκα οικογένεια καθολικών, και έκανε μαζί της μια όμορφη μελαχρινή κόρη που έμοιαζε πολύ και στην γιαγιά Ευγενία. Η γιαγιά Ευγενία ταξίδεψε τότε για πρώτη φορά στην μακρινή για κείνη Αμερική για να γνωρίσει την τωρινή νύφη και την εγγόνα της, που θα βάπτιζαν μάλιστα Ευγενία, αλλά και τα άλλα δύο αγόρια εγγόνια της, τον Παναγιώτη η Panos και τον William η Μπίλ, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Θα ήταν για εκείνη μια πολύ τραυματική εμπειρία να γνωρίσει και την πρώην νύφη της Σίσσυ γιατί η λέξη «διαζύγιο» ήταν μιά απαγορευτική λέξη που δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιο της μαννούλας Ευγενίας μιά και είχε υπογράψει συμβόλαιο αιώνιας πίστης στον δάσκαλο κυρ-Παναγιώτη. Η γιαγιά Ευγενία κατάπιε τον πόνο της, μάζεψε τα λιγοστά πραγματάκια της και ταξίδεψε στη «χώρα του Μαμμωνά» όπως έλεγε την Αμερική ο δάσκαλος και σύντροφος της. Χάρηκε πολύ την συνάντηση με τον «Κωστάκη της» μετά από τόσα χρόνια που είχε να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει γνώρισε και τα τρία εγγόνια της και άρχισε να νοιώθει ότι ο Κωστάκης έχει βρεί το δρόμο του Θεού, όπως του είπε ευχαριστημένη.
Δεν πέρασαν έξι μήνες από την επιστροφή της κυρά-Ευγενίας και κόντεψε σχεδόν να χάσει τις αισθήσεις της όταν ο Κωνσταντίνος της ξεφούρνισε ότι χωρίζει με την Φλάβια και επιστρέφει για να συνεχίσει την καριέρα του στην Ελλάδα. Αμέσως στη συνέχεια της είπε ότι του έχει γίνει μια εξαιρετική πρόταση από μια μεγάλη ελληνική τράπεζα να αναλάβει όλο το κομμάτι των αμοιβαίων κεφαλαίων και των επενδύσεων γενικώτερα. Η Ευγενία η μητέρα του που δεν είχε ιδέα από οικονομία και ότι γενικά έχει να κάνει με το χρήμα του είπε σοκαρισμένη ότι δεν μπορεί ακόμη να καταλάβει γιατί στη ζωή του έχει κάνει τόσες επιπολαιότητες αλλά το μόνο παρήγορο για κείνη είναι ότι θα μπορεί να είναι κοντά της και να τον βλέπει συχνά. Του είπε ακόμη ότι θα προσεύχεται συνέχεια στο Θεό να βοηθήσει εκείνος να βρεί το δρόμο του μια και μόνος του ο Κωνσταντίνος δεν φαίνεται ότι μπορεί να κυβερνήσει τον εαυτό του και την προσωπική του ζωή παρά τις επαγγελματικές του επιτυχίες.
Όσα είπε στην Ευγενία τη μάννα του ο Κωνσταντίνος από το τηλέφωνο έγιναν πραγματικότητα και μέσα σε ένα μήνα βρέθηκε πίσω στην πατρίδα μετά από εννιά χρόνια στην ξενιτειά. Φαίνεται ότι πήρε μια πολύ καλή θέση γιατί η κυρα-Ευγενία τον έβλεπε συχνά στην τηλεόραση να μιλάει ακαταλαβίστικα για πράματα που έχουν σχέση με το χρήμα, με τις καταθέσεις, και με κάτι άλλα πράματα που εκείνη δεν είχε ποτέ της αλλά οι γείτονες τα λέγανε πιστωτικές κάρτες. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην μαννούλα Ευγενία ότι μπορούσες να δείξεις αυτή τη πλαστική καρτούλα με τα πολύχρωμα σχέδια και τους αριθμούς, που της έδειξε μια μέρα ο Κωνσταντίνος, και να αγοράσεις ότι θες από το σούπερ μάρκετ χωρίς να δώσεις μετρητά. Ο Κωνσταντίνος συνέχισε να αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, είχε δει και είχε τρομάξει η κυρά-Ευγενία τόσες και τόσες «ομορφονιές» όπως έλεγε να βγαίνουν αγουροξυπνημένες και άβαφτες σχεδόν κάθε πρωί από το πλούσιο σπίτι που είχε αγοράσει ο κανακάρης της στην Κηφισιά. Δεν τολμούσε να του βγάλει κουβέντα περί γάμου και «περί δρόμου του θεού» πάλι γιατί ήξερε ότι είχε πίσω στην Αμερική τρία παιδιά, τα εγγόνια της, που τα μεγάλωναν οι πρώην σύζυγοι του «Κωστάκη της». Μέσα σε λίγο καιρό ο Κωνσταντίνος της ομολόγησε ότι έχει γνωρίσει τη Θέλξη, μια ελληνίδα επιτέλους, για την οποία τρέφει ερωτικά και πολύ τρυφερά αισθήματα και την οποία σκοπεύει σοβαρά να φέρει στο σπίτι του σαν νύφη.
«Παιδί μου του είπε αργά, καθαρά και λίγο διστακτικά η μάννα του, στην οικογένεια σου πρέπει να αφιερωθείς, να δώσεις ένα κομμάτι από τον εαυτό σου, πρέπει να δώσεις ένα κομμάτι από σένα στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου. Εσύ έχεις βάλει πάνω απ΄όλα τη δουλειά σου, τις φιλοδοξίες σου και αυτό απ΄όσο βλέπω είναι η προτεραιότητα σου, όλα τα άλλα συμβαίνουν για σένα στο περιθώριο της ζωής. Έχεις ήδη κάνει δύο φορές το ίδιο λάθος και θα μου επιτρέψεις να σου πώ ότι έκανες λάθος γιατί δεν δεσμεύτηκες ποτέ απέναντι στους ανθρώπους σου. Δεν μπορείς να κάνεις γάμο και παιδιά με κρύα καρδιά. Είσαι αρκετά μεγάλος πια για να σε συμβουλεύω εγώ αλλά πρέπει να ακούσεις αυτή τη φορά κάτι τελείως ξεκάθαρο από μένα για να μη νοιώθω το κρίμα ότι δεν στα έχω πεί κατευθείαν από την καρδιά μου…» Αντήχησαν σκληρά αλλά αληθινά τα λόγια της ηλικιωμένης πιά Ευγενίας στα αυτιά του Κωνσταντίνου εκείνη την ημέρα. Παντρεύτηκε τη Θέλξη μια γυναίκα νέα, όμορφη αλλά και επιπόλαια που είχε αφεθεί σε ένα σπάταλο τρόπο ζωής που της εξασφάλιζε η δική της πατρική πλούσια οικογένεια αλλά και τα μεγάλα εισοδήματα του Κωνσταντίνου. Έκανε με την Θέλξη και ένα αγοράκι, το τέταρτο στη σειρά παιδί του από τρείς διαφορετικές γυναίκες.
Μέσα εκεί στο παγωμένο τζίπ με κλειστά φώτα ξημερώματα πρωτοχρονιάς ο Κωνσταντίνος μια βραδιά που θα μπορούσε να πετάει από χαρά γιατί είχε κοντά του και τα τέσσερα παιδιά του για πρώτη φορά, την αγαπημένη γριά μάννα του και τη Θέλξη την τελευταία σύζυγο του ένοιωθε απέραντα άδειος μέσα του χωρίς στόχο, χωρίς προορισμό, χωρίς μπούσουλα. Ένοιωσε αδιάφορος και προς ένα μήνυμα που ήρθε στο κινητό του δίπλα του και έλεγε «σ άγαπώ πολύ, καλή χρονιά», στις τρείς και μισή το πρωί, από τη Σοφία την ερωμένη του. Ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να δεσμευτεί κάπου, δεν μπορούσε να αναπτύξει σταθερά συναισθήματα, ήταν δέσμιος της ίδιας και απαράλλαχτης ζωής που ακολουθούσε εδώ και χρόνια. Σκέφτηκε ότι του είναι αδύνατο πια να νοιώσει την απλή χαρά, τη χαρά με τα πολύ λίγα όπως αυτήν που ένοιωθε στις γιορτές της άλλης εποχής. Της εποχής που είχε ονειρευτεί απόψε τόσο ζωντανά σαν να ήταν ο ίδιος με τα κοντά του παντελονάκια στο πατρικό του σπίτι και να ακούει πάλι το δάσκαλο πατέρα του να διηγείται για τη θειά Αχτίτσα το Ζερμπινιώ, το Γιάννη της Μιχαλούς. Κάποια στιγμή μέσα στο παγωμένο τζίπ άκουσε στ΄αυτιά του τις μελωδίες του Γούναρη, ανάμικτες με την Άγια Νύχτα και το Λόντρα-Παρίσι-Βουδαπέστη Βιέννη όπως εκείνη τη νύχτα Χριστουγέννων στη γειτονιά μιας φτωχικής συνοικίας της Αθήνας σαράντα τουλάχιστον χρόνια πίσω.
Ο Κωνσταντίνος ίσως δεν ξαναένοιωσε ποτέ τόσο καλά όπως εκείνες τις μέρες τότε. Φαινομενικά σήμερα τα έχει όλα στη ζωή του, ότι θα ονειρεύονταν κάποιος στις μέρες μας χρήμα, εξουσία, γυναίκες, παιδιά, αλλά νοιώθει απόψε όπως ακριβώς και τα παιδιά του μπροστά στα δεκάδες διαφορετικά ακριβά δώρα. Μπουχτισμένος, βαρύς, αδιάφορος, κρύος, χωρίς καρδιά. Ένοιωσε μόνο να δακρύζει, μετά από πάρα πολύ καιρό, μόνο στην ανάμνηση του πατέρα του, του σεβαστού κυρ-Παναγιώτη, του σοφού και έντιμου δάσκαλου της γειτονιάς με τα πενιχρά εισοδήματα. Δεν ξέρει ο «Κωστάκης» ποιός είναι τελικά ο αληθινός Κωνσταντίνος, ο τώρα ή ο τότε, ο ένας ή ο άλλος, αυτός με τα πολλά η αυτός με τα λίγα. Ίσως απόψε να μιλάει για πρώτη φορά στη ζωή του αληθινά αντιμέτωπος με τον δυσκολότερο αντίπαλο. τον εαυτό του. Πάντα απέφευγε να μιλάει με τον τον εαυτό του.
….και όπως έκανα ένα προσχέδιο για την εικονογράφηση της ιστορίας αυτής σε μια χαρτοπετσέτα καθισμένος με τα παιδιά σε ένα φαγάδικο της Γλυφάδας παραμονές πρωτοχρονιάς ξαφνικά χύθηκε πάνω του καφές και προέκυψε ένα μαγικό αισθητικά αποτέλεσμα.