Οι εκλογές στον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, διενεργούνται στα πλαίσια ενός νέου πολιτικού περιβάλλοντος, το οποίο βρίσκει την Ιατρική Κοινότητα να βιώνει την ζοφερότερη περίοδο της ιστορίας της.
Οι μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από την πολιτεία τα τελευταία χρόνια, οδήγησαν στην ουσιαστική κατάργηση του ιατρικού επαγγέλματος, με την μορφή τουλάχιστον που είχε καθιερωθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα.
Κοινή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι γενικεύεται ο διαχωρισμός των ιδιοτήτων, του πτυχιούχου της Ιατρικής και του ασκούντος το ιατρικό επάγγελμα.
Αυτό συμβαίνει λόγω της συστηματικής υπεκφυγής του πολιτικού συστήματος, να προσεγγίσει και να δρομολογήσει βιώσιμες λύσεις και προοπτικές στα τεράστια προβλήματα που συνοδεύουν το κεφάλαιο “ΥΓΕΙΑ”.
Νομοτελειακή συνέπεια αυτής της υπεκφυγής αποτελεί η ουσιαστική κατάρρευση του επιβληθέντος στρεβλού συστήματος υγείας, με χαριστική βολή τα μνημονιακά νομοθετήματα, οι συνέπειες των οποίων εξακολουθούν να εκδηλώνονται και να διογκώνονται καθημερινά εις βάρος των πολιτών και των λειτουργών της Υγείας .
Αυτή η κατάσταση έχει προκαλέσει ένα διαρκώς αυξανόμενο κύμα ιατρικού αναχωρητισμού των νέων συναδέλφων που αντιμετωπίζουν την απειλή της ανεργίας και αναζητούν διέξοδο στην μαζική μετανάστευση προς άλλες χώρες.
Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι, η χώρα μας να έχει σήμερα τον μεγαλύτερο αναλογικά αριθμό μεταναστών Ιατρών σε όλη την Ευρώπη.
Η πολιτεία μέχρι πρόσφατα, με την επίκληση της οικονομικής κρίσης και του στόχου δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος μέσω του ελέγχου των δημοσίων δαπανών, προχώρησε απροκάλυπτα σε δραστική περικοπή των λειτουργικών δαπανών των δημόσιων νοσοκομείων, στην αναστολή πληρωμής εφημεριών και υπερωριών του προσωπικού, στην κατάργηση των μονάδων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του ΕΟΠΥΥ, σε διαθεσιμότητες και απολύσεις ιατρικού προσωπικού, στην θνησιγενή θέσπιση του υποστελεχωμένου και ανεπαρκούς ΠΕΔΥ, σε αυθαίρετη παρακράτηση των ληξιπροθέσμων οφειλών προς τους παρόχους υπηρεσιών υγείας και τους προμηθευτές, στο «κούρεμα» των χρεών του ΕΟΠΥΥ μέσω του rebate και του claw back και στην μετακύλιση μεγάλου μέρους της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στους ασθενείς.
Τα δημόσια νοσοκομεία καταρρέουν κάτω από το βάρος της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης. Η μεγάλη μείωση μισθών, οι απλήρωτες εφημερίες για τους νοσοκομειακούς γιατρούς και οι συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες εργασίας καθιστούν ηρωισμό την ευσυνείδητη άσκηση του καθήκοντος, ώστε να λειτουργούν με στοιχειώδη επάρκεια τα δημόσια νοσοκομεία.
Οι αυτοαπασχολούμενοι ελευθεροεπαγγελματίες ιατροί βιώνουν την δραματική εξέλιξη της επαγγελματικής τους προοπτικής, με τα συσσωρευμένα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων, την άδικη φορολογική επέλαση και τις προαναγγελλόμενες περικοπές των συμβάσεων με τον ΕΟΠΥΥ.
Οι ιατροί του πρώην ΙΚΑΕΟΠΥΥ έζησαν την αδίστακτη επίθεση του υπουργείου Υγείας στα εργασιακά τους δικαιώματα, με αποτέλεσμα 2.500 περίπου να βρίσκονται απολυμένοι και οι υπόλοιποι με επισφαλές εργασιακό μέλλον.
Οι ιατροί που εργάζονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας αντιμετωπίζουν εξευτελιστικές συνθήκες εργασίας και αμοιβών. Ήδη η αναγγελθείσα πρόθεση της νέας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας να αναστείλει τις πληρωμές των χρεών του ΕΟΠΥΥ προς τον ιδιωτικό τομέα, προδιαγράφει την ουσιαστική κατάργηση πολλών θέσεων ιατρικής απασχόλησης και την επακόλουθη περαιτέρω εκτίναξη της ιατρικής ανεργίας.
Όλες αυτές οι μεθοδεύσεις έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την προκλητική αδιαφορία για την Υγεία των πολιτών και την συνολική εξουθένωση του Ιατρικού Σώματος.
Ενώ όμως το Υπουργείο Υγείας παρέβλεψε προκλητικά την υποχρέωση να ανταποκριθεί στον ρόλο του και να επιτελέσει την αποστολή για την οποία υφίσταται, εκδηλώθηκε επιθετικά η παρέμβαση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, με σκοπό την μονοπώληση της ελευθεροεπαγγελματικής δραστηριότητας και την κατάργηση της υπόστασης των αυτοαπασχολούμενων ιατρών.
Χαρακτηριστική μεθόδευση υπήρξε η ψευδεπίγραφη απελευθέρωση του ιατρικού επαγγέλματος με τον νόμο 3919, που ουσιαστικά νομιμοποίησε την αντιποίησή του από τα ποικίλα ιδιωτικοεπιχειρηματικά συμφέροντα.
Κάτω από αυτή την μεγάλη και μεθοδευμένη συμπίεση, είναι σαφές ότι το ιατρικό επάγγελμα κινείται σε περιβάλλον κινούμενης άμμου με εκμηδενισμένη την προοπτική αξιοπρεπούς υπόστασης.
Μεταξύ της περιφρονητικής πρακτικής του δημόσιου τομέα και της ιδιωτικοεπιχειρηματικής κερδοσκοπικής ανελαστικότητας, επαγγελματικός μονόδρομος του νέου ιατρού είναι η χαμηλόμισθη σχέση εργασίας, που υπαγορεύεται από τον ανελέητο νόμο προσφοράς και ζήτησης, τον οποίο επιβεβαιώνει η ατέλειωτη σειρά των ανέργων πτυχιούχων της ιατρικής.
Μπροστά σ’ αυτή την εφιαλτική πραγματικότητα την οποία ήδη βιώνουμε, μόνη δυνατότητα αντίδρασης των ιατρών, αποτελεί η συσπείρωσή τους γύρω από τους Ιατρικούς Συλλόγους, οι οποίοι με την συντονιστική δράση του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου που αποτελεί τον Αντιπροσωπευτικότερο Φορέα εκπροσώπησης της Ιατρικής Κοινότητας, καλούνται να αγωνιστούν για την Υγεία των πολιτών και να προασπίσουν το ιατρικό επάγγελμα συνολικά, όπου και αν αυτό ασκείται.
Η κάθε αγωνιστική κινητοποίηση για την Υγεία των πολιτών επιβάλλεται να ξεκινά από τις ακόλουθες συνταγματικές αρχές:
Α. Το δικαίωμα του πολίτη στην προστασία της Υγείας ορίζεται και προστατεύεται από το Ελληνικό Σύνταγμα ως ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς συνδέεται άρρηκτα με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Β. Η υγεία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και για την ευημερία του σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου βίου και της κοινωνικής ανάπτυξης.
Γ. Ο συντακτικός νομοθέτης κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου στην προστασία της υγείας του και ανάγει την υγεία σε αντικείμενο κρατικής ευθύνης και μέριμνας.
Στην ανθρωπιστική κρίση που κυριαρχεί, η διασφάλιση ενός Συστήματος Υγείας στο οποίο θα συνυπάρχουν αρμονικά ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός Τομέας όπως προβλέπεται και από το Σύνταγμα, με θεσμοθετημένους κανόνες Δικαιοσύνης, Αντικειμενικότητας, Δημοκρατίας, Ανθρωπισμού, Διαφάνειας και Αξιοκρατίας, πρέπει να αποτελεί κορυφαίο διεκδικητικό στόχο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου.
Σε αυτό το Σύστημα Υγείας, κάθε πολίτης πρέπει να έχει το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης και επιλογής, χωρίς προσωπική συμμετοχή στις δαπάνες περίθαλψης, οι οποίες θα καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα.
Ένα Σύστημα Υγείας που θα διασφαλίζει τους χρήστες υπηρεσιών περίθαλψης και τους λειτουργούς της, δεν μπορεί παρά να αποτελεί γενικότερη διεκδίκηση, με διατυπώσεις που ποικίλουν ανάλογα με την γενικότερη ιδεολογικοπολιτική θεώρηση με την οποία ο καθένας το προσεγγίζει.
Σε κάθε περίπτωση και πέραν από τις λιγότερο η περισσότερο αποκλίνουσες πολιτικές προσεγγίσεις, το οποιοδήποτε Σύστημα Υγείας που θεσπίζεται από την πολιτεία για να υπηρετεί τον Λαό, δεν μπορεί παρά να έχει ως θεμελιακή βάση τον ιατρό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει.
Μόνο με την θεσμική διασφάλιση της ηθικής, επιστημονικής και επαγγελματικής οντότητας του ιατρού, η πολιτεία μπορεί να επιτελέσει την υποχρέωσή της να εξασφαλίσει ασφαλείς και ισότιμες υπηρεσίες υγείας για κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική και ασφαλιστική του κατάσταση.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος ως εκπρόσωπος όλων των ιατρών της χώρας και ως θεσμοθετημένος Σύμβουλος της πολιτείας για την Υγεία, έχει ως αποστολή την ακαταπόνητη και συνεχή προσπάθεια για δικαίωση αυτών των αδιαμφισβήτητων αρχών.
Η επιτυχής διεκπεραίωση αυτής της αποστολής από τον ΠΙΣ, συνδέεται άρρηκτα με την συσπείρωση όλων των Ιατρικών Συλλόγων, των Εργασιακών Ιατρικών Φορέων και όλων των ιατρών.
Η εκλογοαπολογιστική συνέλευση του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου που πραγματοποιείται στις 7 και 8 Μαρτίου, πρέπει να σηματοδοτήσει την αγωνιστική συσπείρωση ολόκληρης της Ιατρικής Κοινότητας, εν όψει των γενικότερων εξελίξεων που αναμένεται να προσδιορίσουν και το νέο περιβάλλον στον χώρο της Υγείας.
Η κρισιμότητα των περιστάσεων επιτάσσει να αποσταλεί προς κάθε κατεύθυνση το δυναμικό ενωτικό μήνυμα ότι «καμία μεθόδευση που υποβαθμίζει την Υγεία των πολιτών και υπονομεύει την υπόσταση των ιατρών, δεν πρόκειται να περάσει»
Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΣΙΑΔΗΣ
Μέλος Δ.Σ. του ΠΙΣ